- Ποιο;
- Αυτό... αυτό... εκεί που δείχνω! Τον σολομό ρε μαλάκα!
Καλά, το τελευταίο θα μπορούσε και νά λειπε. Αλλά... άστο. Δεν είμαστε και κολλητοί δα! Λέει ότι με ξέρει από Μπερλίν, αλλά δεν μου λέει τίποτα η μούρη του. Φοράει κάτι χοντρά γυαλιά ηλίου σαν μύγα κι ακούει συνέχεια μουσική από το γουόκμαν στο τέρμα. Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν μιλάει ουρλιάζει σαν να τον σφάζουν και το βλέμμα του είναι όπου να ναι χαμένο. Η “κοπελιά του”, λέει, κάνει ντοκτορά γλωσσολογία στη Σορβόνη και πα να την δει για το Πάσχα. Αυτός έχει τελειώσει λογιστική ΤΕΙ, την ψάχνει για ντι-τζέι, αλλά προσωρινά δουλεύει στο ανθοπωλείο της μάνας του. Οπότε γράψε σκατά ντι-τζέι, γλάστρες στα μαιευτήρια, στεφάνια στις κηδείες, τρεις δραχμές τα γιασεμιά.
Όσο για το "κοπελιά"... κάθε φορά που το ακούω, κυρίως από κάτι αριστεριστές πολυτεχνίτες με κοτσίδες, μου 'ρχεται να πάω μπροστά στο αίθριο της σχολής τους και να ξεράσω στα τραπεζάκια και τα μούτρα τους. Που δεν τους αντέχω με τίποτα. Κι αυτούς και τις ψαγμένες τους τις γκόμενές που όταν καταδέχονται να σου μιλήσουν στα πάρτη στα γρασίδια της Γεωπονικής, ξεκινούν κάθε φράση με ένα εξυπνακίστικο "δεν καταλαβαίνεις, να σου εξηγήσω". Ναι, δεν καταλαβαίνω και για εξήγησέ τα μου όλα “κοπελιά”. Μη με βλέπεις έτσι βλάκα και συναισθηματικά ανώριμο, που όντως είμαι. Για σένα θα είμαι πάντα ο περίεργος να μάθω. Τεσπά.
Δεν τον ήξερα λοιπόν τον φίλο απ´το Μπερλίν -γυαλί μύγα, γουόκμαν, φωνή και βλέμμα ότι να´ναι. Ούτε αυτόν ούτε την “κοπελιά” του. Στις αναχωρήσεις τον γνώρισα. Κι αν δεν την είχε κάνει η Μαρία με τον Έρασμο για Γαλλία θα μπορούσα άνετα να τινάξω τα πέταλα χωρίς ποτέ να μου λείψει η γνωριμία του. Άσε που εγώ, από ένα σημείο και μετά, Κορομηλά πατούσα σπανίως, άντε καμιά φορά -στο πολύ αραιό όμως- παραδίπλα στο Λούκι για μπύρες. Ποιο Μπερλίν λοιπόν; Με τον Νίκο και τους άλλους είμαστε όλο ταβέρνες και ρετσίνα, ταβέρνες και ρετσίνα, λες και είμαστε ετεροθαλή χαμένα αδέρφια των Γεωργιάδηδων. Θετικό στοιχείο, αδιαμφισβήτητο, και μόνο τώρα που τον κόβω καλύτερα: Ο φίλος καπνίζει Κάμελ μαλακούλι! Κοίτα να δεις... η δεύτερη μάρκα μου! Όπως λέμε "δεύτερη πατρίδα".
Ο φίλος από το Μπερλίν -γυαλί μύγα, γουόκμαν, φωνή και βλέμμα ότι να´ναι- συνέχιζε να δείχνει με το δάχτυλο το πλαστικό -χρώμα "πράσινο μιλιτέρ"- πιατάκι στην άκρη του δίσκου και να ρωτά ουρλιάζοντας στ' αυτί μου:
- Θα το φας αυτό; Ε; Θα το φας; Θα τον φας τον σολομό ρε μαλάκα;
Τρεις και ο κούκος είμαστε στην πρωινή πτήση. Λαγοκοιμούνται όλοι και οι αεροσυνοδές είναι κι αυτές στο χαλαρό, μαζεμένες στην ουρά δίπλα στις τουαλέτες. Χασκογελούν. Μία καπνίζει και μια άλλη έχει βγάλει τα παπούτσια και τρίβει τα πόδια της πάνω από τις νάιλον κάλτσες. Την κόβω διακριτικά στα αριστερά μου, πάνω και πέρα απ' το κεφάλι του μαλάκα. Σε μια στιγμή, ξαφνικά και σαν ερασιτέχνισσα αστραπή, σηκώνεται και στέκεται ξυπόλυτη δίπλα μας. Με μια κίνηση “μη σε γαμήσω” τραβάει τ' ακουστικά από τ' αυτιά του άλλου και με τόνο φωνής απροσδιόριστο, όπως και η ηλικία της άλλωστε, μας αμολά ένα συριστικό κι αδιαπραγμάτευτο:
- Σουτ! Μην ουρλιάζεται κύριε! Κοιμάται ο κόσμος!
Κι ύστερα κοιτώντας προς το μέρος μου πιο πολιτισμένα, καίτοι σαφώς επιτιμητικά :
- Κι εσείς τελειώνεται να μαζεύω τον δίσκο! Δεν είναι παιχνίδι το φαγητό. Μόνον εσείς μείνατε!
Και καπάκι και η ειρωνεία και γελάκια από τις συναδέλφισσες στη γωνία :
- Ή μήπως να τα τυλίξουμε για το σπίτι;
Την κοίταζα στα μάτια επίμονα σαν να 'ταν η δασκάλα μου στο δημοτικό, εκλιπαρώντας για επιείκεια λίγο πριν αρχίσει τα σκαμπίλια, όταν από παντού άρχισαν να ανάβουνε φωτάκια, ηλεκτρονικά κουδουνάκια να χτυπούν, ενώ χάναμε τον κόσμο για πάντα. Η βαρύτητα τα είχε πάρει ξαφνικά και βίαια με την πάρτη μας. Η ξυπόλυτη αεροσυνοδός έφυγε τούμπα στο διάδρομο, ο δίσκος έφυγε απ' τα πόδια μου ιπτάμενος και γριές που πάντα βρίσκονται άφθονες στα μέσα μεταφοράς σε περίπτωση δυστυχήματος ακούγονταν στο βάθος: “Αχ! Παναγία σώσε”. Αναταράξεις! Πέφτουμε! Πέφτουμε! Σφίχτηκα να μην ουρλιάξω, αλλά ένα παραπονιάρικο “όχι ρε γαμώτο”, διέρρευσε από τις φλέβες στα μηνίγγια μου.
Καλά είχα γίνει ρόμπα με το όλο σκηνικό, αν κι από μικρός είχα συσσωρεύσει ανεξάντλητα αποθέματα αντοχής στην ξεφτίλα. Κολλημένος στο κάθισμα, κοκαλωμένος σαν να 'χα βγάλει τον τέτανο κοιτούσα το φιλαράκι απ' το Μπερλίν πως άνετο είχε κάνει μια χαψιά με τη σειρά και ταυτοχρόνως: ένα φιλέτο καπνιστό σολομό, μια φέτα ψωμί ολικής αλέσεως κι ένα πακετάκι βούτυρο -μαζί με τ' ασημόχαρτο! Και βάλε και μια φέτα λεμόνι, συν μια ντοματίτσα-κεράσι στο χέρι για τον δρόμο. Το κτήνος είχε καταφέρει μ' ένα πράγματι θεϊκό σπάσιμο της μέσης του στον αέρα, ν' αρπάξει, ιπτάμενος, και μες στον πανικό το πλαστικό -χρώμα πράσινο μιλιτέρ- πιατάκι του δίσκου μου, να καταπιεί, χλάπατης–χλούπατης, το ποθητό περιεχόμενό -πλην ντοματίτσας-κεράσι - και τώρα απλά έφτυνε το ασημόχαρτο από το πακετάκι με το βούτυρο και τη φλούδα απ' το λεμόνι. Όλα αυτά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, κι ενώ κουνιόμασταν σαν μέσα σε πλυντήριο, κι ενώ η ξυπόλυτη αεροσυνοδός έψαχνε ακόμη, παραπατώντας, τα παπούτσια της. Ποιος ο λόγος λοιπόν να τον αρχίσεις στις μάπες τον αναίσθητο καριόλη αυτή την στιγμή; Τζάμπα η αρνητική ενέργεια. Έτσι κι αλλιώς, όπου να 'ναι, συντριβόμαστε στις Άλπεις.
Είκοσι δια πέντε, Τέσσερα. Και εξήντα δια τέσσερα, δεκαπέντε. Γιατί από τις πέντε και είκοσι που μ' άφησε το ταξί στη Μίκρα και μέχρι τώρα είναι πέντε ώρες. Και δεν υπολογίζω καν τον χρόνο που πέρασα να κοιτάζω την όμορφη άγνωστη που έκλαιγε ασταμάτητα και για τους δικούς της λόγους στην ουρά του ελέγχου των εισιτηρίων. Ακόμα κλαίει άλλωστε, κάποια καθίσματα πιο πέρα. Ασταμάτητα, την άκουγα από την αρχή και μέσα στην σιωπή, όταν παύω να αναπνέω, την ακούω ακόμα. Κι ίσως και για πάντα. Όλα αυτά λοιπόν μας κάνουν χονδρικά ένα τσιγάρο ανά τέταρτο της ώρας. Συνεπώς, ουδεμία έκπληξη που δεν μου έχουν μείνει παρά οι γόπες στο τασάκι του μπράτσου του καθίσματος. Έχοντας φυσικά υπόψιν αυτό που και οι πέτρες ακόμη γνωρίζουν: ότι δηλαδή τα Πρινς-Μίντιουμ πωλούνται αποκλειστικά σ' εικοσάρι πακέτο.
Πολύ καλά λοιπόν! Και τώρα τι κάνω; Και πως θα γιορτάσω εγώ την θαυματουργή ανεύρεση των παπουτσιών της αγαπημένης μου αεροσυνοδού και την -τουλάχιστον το ίδιο θαυματουργή- διάσωση όλων μας, μου λέτε; Χωρίς τσιγάρο, τρυφερά αγκαλιασμένος με τις άφθονες γιαγιάδες της πτήσης μας να σταυροκοπιούνται ακόμα, ουρλιάζοντας εκστασιασμένες και κατά τρόπο κάπως ύποπτα φιλήδονο για την ηλικία τους:
- Μπράβο πιλότε! Μπράβο το παλικάρι! Μπράβο και πάλι μπράβο! Ζήτω! Ζήτω!
Ξετσίποτες! Αδειάζω τις μέσα στα νεύρα κι υγροποιημένο φόβο αεροπλάνου τσέπες μου, αλλά δεν έχει φυτρώσει κανένα πακέτο εν αγνοία μου. Μόνο ένα ροζ ιδρωμένο καρτονάκι στο οποίο μου 'χει στα γρήγορα γράψει ο Γιάννης, με κάτι χάλια παιδικά γράμματα που κάνει, ακατανόητες φράσεις που όπως και να το κάνουμε θα έχουν πάντα κάτι από το “Αι Λέξεις” του Εμπειρίκου:
“Ζε βουντρέ παρλέ αβέκ Μαριά σιλβουπλέ.”
“Σαμπρ ντε σεντ ουίτ.”
“Γκαρ ντι νορ.”
“Ζε νε παρλ πα φρανσέ.”
“Και γκλόρια - γκλόρια ιν εξέλσις!”
Σε σαράντα λεπτά, αν όλα πάνε καλά, είμαστε Παρίσι. Το ραντεβού με τη Μαρία είναι στις μία στον Σταθμό του Βορρά. Αυτή την ώρα θα πρέπει να 'ναι ήδη στο τραίνο που θα την φέρνει απ' τη μικρή, πλην όμως ιστορική, πόλη του Αρράς: Γενέτειρα του Μεγάλου Ροβεσπιέρου, τόπος θανάτου του ηρωικού Νταρτανιάν, θέατρο της αιματηροτάτης ομωνύμου μάχης στα 1917, έδρα του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Κατάρτισης Δασκάλων της επαρχίας του Νορ-Πα-Ντε-Καλέ, και, τέλος, όνομα γαλλικής πόλης με πέντε γράμματα στα σταυρόλεξα της θείας Ρίτσας.
- Ντοματίτσα–κεράσι;
Η φωνή-ουρλιαχτό του άγνωστου φίλου απ' το Μπερλίν -γυαλί-μύγα, γουόκμαν, φωνή και βλέμμα ότι να´ναι- και η παλάμη του ανοιχτή μπροστά στα μούτρα μου, με τον ερυθρόδερμο καρπό στη γουβίτσα.
- Καλύτερα να κεράσεις τσιγάρο, ω άγνωστε φίλε, γιατί ξέμεινα.
- Ό,τι θέλει ο φίλος μου. Ορίστε! Τσιγαράκι για τον φίλο μου!
Πήρα στα χέρια το καλά γεμάτο πακέτο με τα μαλακούλια Κάμελ -δεύτερη μάρκα μου. Και άρχισα τη μοιρασιά στο άνετο:
- Ένα για μένα, ένα για τον άγνωστο τον φίλο μου απ' το Μπερλίν, και το ρέστο το πακέτο... για τον καπνιστό τον σολομό που κάποιος αναίσθητος καριόλης μου χλαπάκιασε τη στιγμή της μεγαλειώδους, παρά τρίχα, πτώσης μας στις Άλπεις!
Έσπρωξα με περίσσια χάρη το μαλακούλι πακέτο στην τσέπη του παντελονιού μου κι ένα εκδικητικό χαμόγελο ήρθε και φύτρωσε στη μάπα μου ανθίζοντας προς το μέρος του φίλου που 'χε μείνει να με κοιτάζει μαλάκας. Άφησε δυο δευτερόλεπτα να φύγουν στον αέρα κι άρχισε την κλαψομούνικη πρόζα του:
- Καλά μη γαμιέσαι τώρα! Αφού δεν θα τό τρωγες ρε παπάρα! Σε ρώτησα και δεν είπες τίποτα! Για μια μπουκιά καπνιστό σολομό ρε αρχίδι; Ένα πακέτο για το τζάμπα ψάρι της Ολυμπιακής ρε γύφτο; Αν ήθελες τσιγάρα να το έλεγες θα στά δινα στο έτσι! Αλλά εσύ είσαι μεγάλος πούστης! Γαμήσου τώρα! Τώρα γαμήσου... Σιχτίρ!
Είχε γίνει φουρφούρι ο τύπος. Μες στην τσαντίλα και την οργή, είχε καταφέρει σε κλάσματα δευτερολέπτου να γίνει πύραυλος και να φτάσει στον πλανήτη που κατοικούν όλοι αυτοί που έχω απογοητεύσει και προδώσει από παιδί. Είχε βγάλει τα γυαλιά–μύγα και τα μάτια του φαινόντουσαν κάπως πρισμένα, σαν να το πήγαινε για κλάμα. Είχε εγκαταλείψει μαζί μου και τώρα με το κεφάλι αφημένο στο προσκέφαλο του καθίσματος, έκανε τον κοιμισμένο. Δεν αντέδρασα καθόλου. Ούτε κιχ δεν βγήκε απ' το στόμα μου. Ψυχρός κι αδίστακτος, είχα καταφέρει να του φάω ένα πακέτο τσιγάρα με τον τσαμπουκά και ήμουν περήφανος γι' αυτό. Είμαι μεγάλο αρχίδι τελικά. Το λαμπάκι “προσδεθείτε και μη καπνίζεται” άναψε απέναντι. Έσβησα το τσιγάρο στη μοκέτα και χάιδεψα το πακέτο με τα μαλακούλια τα Κάμελ πάνω απ' την τσέπη μου.
Ένα μεταλλικό κουταλάκι με στάμπα Ολύμπικ Άιργουέις είχε παραπέσει στα πόδια μου κι εγώ προσπαθούσα να το μαζέψω με το πόδι χωρίς να λύσω τη ζώνη μου. Όταν το κατάφερα επιτέλους, πήγα να το καβατζώσω στη τσέπη μου διακριτικά, μήπως το έδινα δωράκι περίεργο στη Μαρία που της αρέσουν κάτι τέτοια. Ο πληγωμένος φίλος απ' το Μπερλίν πρέπει να το πήρε πρέφα γιατί φόρεσε ξανά το γυαλί και άρχισε και πάλι να μου μιλά σαν να μην έτρεχε τίποτα:
- Μαλάκα μου άκου να δεις ιστορία: Η μάνα μου, όταν ήμουν μικρός, έλεγε ότι ο Ωνάσης, όταν έφτιαξε την Ολυμπιακή, όχι μόνο είχε βάλει και γαμώ τα φαγητά, καπνιστό σολομό και τέτοια, αλλά είχε βάλει και όλα τα κουτάλια χρυσά από πάνω! Χρυσά μαλάκα μου, το φαντάζεσαι; Χρυσά! Μετά από καιρό λοιπόν πάνε και του λένε του γέρου: “Αυτοί οι τσίπιδες αφεντικό μας κλέβουν τα χρυσά κουτάλια και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Να τους αρχίζουμε στο ξυλίκι και τις γρήγορες κάθε που θα πιάνουμε έναν;” Και τι γυρνάει και τους λέει ο άρχοντας νομίζεις; Ε; Τι τους λέει; Όχι εσύ να μου πεις τί τους λέει... Τους λέει -μ' ακούς;- τους λέει: “Ίσα από δώ ρε! Τα χρυσά κουτάλια είναι για το λαό! Αφήστε να τα κλέβουν κι αυτοί οι κερατάδες θα 'ρχονται και θα ξανάρχονται και μόνο μ' Ολυμπιακή θα πετάνε! Τό πιασες; Ρε τον γέρο...
Ένας γδούπος, ήχος από σπινάρισμα, ταρακούνημα κι οι γιαγιάδες άρχισαν πάλι τα σταυροκοπήματα και τις πουτανιές και τα ζήτω και παλαμάκια για τον πιλότο που τα είχε και πάλι καταφέρει το παλικάρι μας. Καθώς τροχοδρομούσαμε, ο φίλος έγυρε με τρόπο και με ρώτησε κάπως στο εμπιστευτικό :
- Δεν λες τίποτα κι εσύ μωρέ! Μάλλον μούφα η ιστορία της μάνας μου με τα χρυσά κουτάλια ε;
- Εντελώς...
απάντησα κοφτά, με σιγουριά και μια τόσο επιδεικτική συγκατάβαση που το μετάνιωσα αμέσως. Αρκετά τον είχα πικράνει τον τύπο για σήμερα κι είπα ν' αμολίσω και μια λυρική, σοροπιαστή αρλούμπα της στιγμής μπας κι αλφαδιάσει κάπως η κατάσταση. Πήρα λοιπόν κι ένα ύφος ασορτί και την άφησα αργά να μου φύγει:
- Από την άλλη κανείς δεν ξέρει! Ίσως με το καιρό να χρυσώνουν από μόνα τους όταν τα κλέβεις! Σαν τη θεία μου την Ρίτσα ένα πράγμα, που όταν δεν λύνει σταυρόλεξα, χώνει πασχαλινά κόκκινα αυγά στο εικονοστάσι και λέει ότι με τον καιρό γίνονται κεχριμπάρι. Ίσως να πιάνει το κόλπο και με τα ινοξ κουταλάκια από τ' αεροπλάνα λοιπόν!
- Και δουλεύει; γίνονται κεχριμπάρι;
τσίμπισε αυτός,
- Πρέπει να το πιστεύεις πολύ όμως γιατί αλλιώς σαπίζουν!
- Κι εσύ το πιστεύεις;
Λαμπρά! Ο άσχετος είχε κάνει την ερώτηση ΣΟΣ, αυτή που μπορεί τώρα και πάντα να σε στείλει στη χώρα του "Ποτέ-Ποτέ". Έπρεπε να το κόψω λοιπόν μαχαίρι, στα γρήγορα, πριν καταλείξω χέρια-μούτρα στη λάσπη. Προσπάθησα να πάρω ύφος, αλλά δε μού βγαινε στ' αλήθεια και στο νατουρέλ:
- Πιστεύω... πως δεν πιστεύω... Πιστεύω, δηλαδή, όταν δεν μπορώ να κάνω αλλιώς φιλαράκι. Ας πούμε, όταν έχει γαμηθεί το σύμπαν και δεν έχει απομείνει τίποτ' αλλο από σκόνη, θρύψαλο και μπάζο. Ξέρεις, όταν δηλαδή τα πάντα γύρω μοιάζουν νά 'αι ντυμένα στο γιαλόχαρτο για να σε γδέρνουν στα χάδια. Ή όταν όλα είναι μόνο ξυράφια -με πιάνεις;- και κάτι σκουριασμένες πρόκες, ανάποδες, σε παλιά σανίδια. Έτσι που σου λέω. Εντελώς της πουτάνας δηλαδή... Εντελώς. Μόνο τότε πιστεύω. Και πάλι για λίγο! Πολύ λίγο! Μια κλανιά πίστη ένα πράμα...
- Βρε, τί μας λες; Κι αν τελικά γίνεται στο τέλος; Δεν θα πιστέψεις δηλαδή;
- Ποιος ξέρει, ίσως με τον καιρό, με το χρόνο... και στο φινάλε, δεν έχω ιδέα μωρέ φιλαράκι. Τι να σου πώ; Θα δοκιμάσω μ' αυτό το κλεμένο κουταλάκι όμως! Σου δίνω τον λόγο μου! Ο-κέι; Θα το πιστέψω πολύ, και για χρόνια πολλά αυτό το κλεμμένο κουταλάκι της Ολυμπιακής! Θα φάω τα πάντα μ' αυτό το κουταλάκι που βλέπεις. Και σκατά ακόμα. Ό,τι και να γίνει θα το σκέφτομαι συνέχεια, συνέχεια κι αν τελικά πιασει το κόλπο κι αρχίσει να χρυσώνει, λόγω τιμής, εγώ θα περάσω απ' το Μπερλίν να στο πώ.
- Σίγουρα ε; Δεν θα με γράψεις στ' αρχίδια σου. Γιατί εσύ είσαι και λίγο κωλοπαιδαράς... Θα περιμένω εγώ, να ξέρεις... Θα περιμένω πολύ, κι ίσως και για πάντα!
- Μείνε ήσυχος σου λέω! Να κεράσω τώρα τσιγάρακι τον φίλο μου;
(συνεχίζεται)
- Αυτό... αυτό... εκεί που δείχνω! Τον σολομό ρε μαλάκα!
Καλά, το τελευταίο θα μπορούσε και νά λειπε. Αλλά... άστο. Δεν είμαστε και κολλητοί δα! Λέει ότι με ξέρει από Μπερλίν, αλλά δεν μου λέει τίποτα η μούρη του. Φοράει κάτι χοντρά γυαλιά ηλίου σαν μύγα κι ακούει συνέχεια μουσική από το γουόκμαν στο τέρμα. Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν μιλάει ουρλιάζει σαν να τον σφάζουν και το βλέμμα του είναι όπου να ναι χαμένο. Η “κοπελιά του”, λέει, κάνει ντοκτορά γλωσσολογία στη Σορβόνη και πα να την δει για το Πάσχα. Αυτός έχει τελειώσει λογιστική ΤΕΙ, την ψάχνει για ντι-τζέι, αλλά προσωρινά δουλεύει στο ανθοπωλείο της μάνας του. Οπότε γράψε σκατά ντι-τζέι, γλάστρες στα μαιευτήρια, στεφάνια στις κηδείες, τρεις δραχμές τα γιασεμιά.
Όσο για το "κοπελιά"... κάθε φορά που το ακούω, κυρίως από κάτι αριστεριστές πολυτεχνίτες με κοτσίδες, μου 'ρχεται να πάω μπροστά στο αίθριο της σχολής τους και να ξεράσω στα τραπεζάκια και τα μούτρα τους. Που δεν τους αντέχω με τίποτα. Κι αυτούς και τις ψαγμένες τους τις γκόμενές που όταν καταδέχονται να σου μιλήσουν στα πάρτη στα γρασίδια της Γεωπονικής, ξεκινούν κάθε φράση με ένα εξυπνακίστικο "δεν καταλαβαίνεις, να σου εξηγήσω". Ναι, δεν καταλαβαίνω και για εξήγησέ τα μου όλα “κοπελιά”. Μη με βλέπεις έτσι βλάκα και συναισθηματικά ανώριμο, που όντως είμαι. Για σένα θα είμαι πάντα ο περίεργος να μάθω. Τεσπά.
Δεν τον ήξερα λοιπόν τον φίλο απ´το Μπερλίν -γυαλί μύγα, γουόκμαν, φωνή και βλέμμα ότι να´ναι. Ούτε αυτόν ούτε την “κοπελιά” του. Στις αναχωρήσεις τον γνώρισα. Κι αν δεν την είχε κάνει η Μαρία με τον Έρασμο για Γαλλία θα μπορούσα άνετα να τινάξω τα πέταλα χωρίς ποτέ να μου λείψει η γνωριμία του. Άσε που εγώ, από ένα σημείο και μετά, Κορομηλά πατούσα σπανίως, άντε καμιά φορά -στο πολύ αραιό όμως- παραδίπλα στο Λούκι για μπύρες. Ποιο Μπερλίν λοιπόν; Με τον Νίκο και τους άλλους είμαστε όλο ταβέρνες και ρετσίνα, ταβέρνες και ρετσίνα, λες και είμαστε ετεροθαλή χαμένα αδέρφια των Γεωργιάδηδων. Θετικό στοιχείο, αδιαμφισβήτητο, και μόνο τώρα που τον κόβω καλύτερα: Ο φίλος καπνίζει Κάμελ μαλακούλι! Κοίτα να δεις... η δεύτερη μάρκα μου! Όπως λέμε "δεύτερη πατρίδα".
*
Ο φίλος από το Μπερλίν -γυαλί μύγα, γουόκμαν, φωνή και βλέμμα ότι να´ναι- συνέχιζε να δείχνει με το δάχτυλο το πλαστικό -χρώμα "πράσινο μιλιτέρ"- πιατάκι στην άκρη του δίσκου και να ρωτά ουρλιάζοντας στ' αυτί μου:
- Θα το φας αυτό; Ε; Θα το φας; Θα τον φας τον σολομό ρε μαλάκα;
Τρεις και ο κούκος είμαστε στην πρωινή πτήση. Λαγοκοιμούνται όλοι και οι αεροσυνοδές είναι κι αυτές στο χαλαρό, μαζεμένες στην ουρά δίπλα στις τουαλέτες. Χασκογελούν. Μία καπνίζει και μια άλλη έχει βγάλει τα παπούτσια και τρίβει τα πόδια της πάνω από τις νάιλον κάλτσες. Την κόβω διακριτικά στα αριστερά μου, πάνω και πέρα απ' το κεφάλι του μαλάκα. Σε μια στιγμή, ξαφνικά και σαν ερασιτέχνισσα αστραπή, σηκώνεται και στέκεται ξυπόλυτη δίπλα μας. Με μια κίνηση “μη σε γαμήσω” τραβάει τ' ακουστικά από τ' αυτιά του άλλου και με τόνο φωνής απροσδιόριστο, όπως και η ηλικία της άλλωστε, μας αμολά ένα συριστικό κι αδιαπραγμάτευτο:
- Σουτ! Μην ουρλιάζεται κύριε! Κοιμάται ο κόσμος!
Κι ύστερα κοιτώντας προς το μέρος μου πιο πολιτισμένα, καίτοι σαφώς επιτιμητικά :
- Κι εσείς τελειώνεται να μαζεύω τον δίσκο! Δεν είναι παιχνίδι το φαγητό. Μόνον εσείς μείνατε!
Και καπάκι και η ειρωνεία και γελάκια από τις συναδέλφισσες στη γωνία :
- Ή μήπως να τα τυλίξουμε για το σπίτι;
Την κοίταζα στα μάτια επίμονα σαν να 'ταν η δασκάλα μου στο δημοτικό, εκλιπαρώντας για επιείκεια λίγο πριν αρχίσει τα σκαμπίλια, όταν από παντού άρχισαν να ανάβουνε φωτάκια, ηλεκτρονικά κουδουνάκια να χτυπούν, ενώ χάναμε τον κόσμο για πάντα. Η βαρύτητα τα είχε πάρει ξαφνικά και βίαια με την πάρτη μας. Η ξυπόλυτη αεροσυνοδός έφυγε τούμπα στο διάδρομο, ο δίσκος έφυγε απ' τα πόδια μου ιπτάμενος και γριές που πάντα βρίσκονται άφθονες στα μέσα μεταφοράς σε περίπτωση δυστυχήματος ακούγονταν στο βάθος: “Αχ! Παναγία σώσε”. Αναταράξεις! Πέφτουμε! Πέφτουμε! Σφίχτηκα να μην ουρλιάξω, αλλά ένα παραπονιάρικο “όχι ρε γαμώτο”, διέρρευσε από τις φλέβες στα μηνίγγια μου.
Καλά είχα γίνει ρόμπα με το όλο σκηνικό, αν κι από μικρός είχα συσσωρεύσει ανεξάντλητα αποθέματα αντοχής στην ξεφτίλα. Κολλημένος στο κάθισμα, κοκαλωμένος σαν να 'χα βγάλει τον τέτανο κοιτούσα το φιλαράκι απ' το Μπερλίν πως άνετο είχε κάνει μια χαψιά με τη σειρά και ταυτοχρόνως: ένα φιλέτο καπνιστό σολομό, μια φέτα ψωμί ολικής αλέσεως κι ένα πακετάκι βούτυρο -μαζί με τ' ασημόχαρτο! Και βάλε και μια φέτα λεμόνι, συν μια ντοματίτσα-κεράσι στο χέρι για τον δρόμο. Το κτήνος είχε καταφέρει μ' ένα πράγματι θεϊκό σπάσιμο της μέσης του στον αέρα, ν' αρπάξει, ιπτάμενος, και μες στον πανικό το πλαστικό -χρώμα πράσινο μιλιτέρ- πιατάκι του δίσκου μου, να καταπιεί, χλάπατης–χλούπατης, το ποθητό περιεχόμενό -πλην ντοματίτσας-κεράσι - και τώρα απλά έφτυνε το ασημόχαρτο από το πακετάκι με το βούτυρο και τη φλούδα απ' το λεμόνι. Όλα αυτά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, κι ενώ κουνιόμασταν σαν μέσα σε πλυντήριο, κι ενώ η ξυπόλυτη αεροσυνοδός έψαχνε ακόμη, παραπατώντας, τα παπούτσια της. Ποιος ο λόγος λοιπόν να τον αρχίσεις στις μάπες τον αναίσθητο καριόλη αυτή την στιγμή; Τζάμπα η αρνητική ενέργεια. Έτσι κι αλλιώς, όπου να 'ναι, συντριβόμαστε στις Άλπεις.
* *
Είκοσι δια πέντε, Τέσσερα. Και εξήντα δια τέσσερα, δεκαπέντε. Γιατί από τις πέντε και είκοσι που μ' άφησε το ταξί στη Μίκρα και μέχρι τώρα είναι πέντε ώρες. Και δεν υπολογίζω καν τον χρόνο που πέρασα να κοιτάζω την όμορφη άγνωστη που έκλαιγε ασταμάτητα και για τους δικούς της λόγους στην ουρά του ελέγχου των εισιτηρίων. Ακόμα κλαίει άλλωστε, κάποια καθίσματα πιο πέρα. Ασταμάτητα, την άκουγα από την αρχή και μέσα στην σιωπή, όταν παύω να αναπνέω, την ακούω ακόμα. Κι ίσως και για πάντα. Όλα αυτά λοιπόν μας κάνουν χονδρικά ένα τσιγάρο ανά τέταρτο της ώρας. Συνεπώς, ουδεμία έκπληξη που δεν μου έχουν μείνει παρά οι γόπες στο τασάκι του μπράτσου του καθίσματος. Έχοντας φυσικά υπόψιν αυτό που και οι πέτρες ακόμη γνωρίζουν: ότι δηλαδή τα Πρινς-Μίντιουμ πωλούνται αποκλειστικά σ' εικοσάρι πακέτο.
Πολύ καλά λοιπόν! Και τώρα τι κάνω; Και πως θα γιορτάσω εγώ την θαυματουργή ανεύρεση των παπουτσιών της αγαπημένης μου αεροσυνοδού και την -τουλάχιστον το ίδιο θαυματουργή- διάσωση όλων μας, μου λέτε; Χωρίς τσιγάρο, τρυφερά αγκαλιασμένος με τις άφθονες γιαγιάδες της πτήσης μας να σταυροκοπιούνται ακόμα, ουρλιάζοντας εκστασιασμένες και κατά τρόπο κάπως ύποπτα φιλήδονο για την ηλικία τους:
- Μπράβο πιλότε! Μπράβο το παλικάρι! Μπράβο και πάλι μπράβο! Ζήτω! Ζήτω!
Ξετσίποτες! Αδειάζω τις μέσα στα νεύρα κι υγροποιημένο φόβο αεροπλάνου τσέπες μου, αλλά δεν έχει φυτρώσει κανένα πακέτο εν αγνοία μου. Μόνο ένα ροζ ιδρωμένο καρτονάκι στο οποίο μου 'χει στα γρήγορα γράψει ο Γιάννης, με κάτι χάλια παιδικά γράμματα που κάνει, ακατανόητες φράσεις που όπως και να το κάνουμε θα έχουν πάντα κάτι από το “Αι Λέξεις” του Εμπειρίκου:
“Ζε βουντρέ παρλέ αβέκ Μαριά σιλβουπλέ.”
“Σαμπρ ντε σεντ ουίτ.”
“Γκαρ ντι νορ.”
“Ζε νε παρλ πα φρανσέ.”
“Και γκλόρια - γκλόρια ιν εξέλσις!”
Σε σαράντα λεπτά, αν όλα πάνε καλά, είμαστε Παρίσι. Το ραντεβού με τη Μαρία είναι στις μία στον Σταθμό του Βορρά. Αυτή την ώρα θα πρέπει να 'ναι ήδη στο τραίνο που θα την φέρνει απ' τη μικρή, πλην όμως ιστορική, πόλη του Αρράς: Γενέτειρα του Μεγάλου Ροβεσπιέρου, τόπος θανάτου του ηρωικού Νταρτανιάν, θέατρο της αιματηροτάτης ομωνύμου μάχης στα 1917, έδρα του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Κατάρτισης Δασκάλων της επαρχίας του Νορ-Πα-Ντε-Καλέ, και, τέλος, όνομα γαλλικής πόλης με πέντε γράμματα στα σταυρόλεξα της θείας Ρίτσας.
* * *
- Ντοματίτσα–κεράσι;
Η φωνή-ουρλιαχτό του άγνωστου φίλου απ' το Μπερλίν -γυαλί-μύγα, γουόκμαν, φωνή και βλέμμα ότι να´ναι- και η παλάμη του ανοιχτή μπροστά στα μούτρα μου, με τον ερυθρόδερμο καρπό στη γουβίτσα.
- Καλύτερα να κεράσεις τσιγάρο, ω άγνωστε φίλε, γιατί ξέμεινα.
- Ό,τι θέλει ο φίλος μου. Ορίστε! Τσιγαράκι για τον φίλο μου!
Πήρα στα χέρια το καλά γεμάτο πακέτο με τα μαλακούλια Κάμελ -δεύτερη μάρκα μου. Και άρχισα τη μοιρασιά στο άνετο:
- Ένα για μένα, ένα για τον άγνωστο τον φίλο μου απ' το Μπερλίν, και το ρέστο το πακέτο... για τον καπνιστό τον σολομό που κάποιος αναίσθητος καριόλης μου χλαπάκιασε τη στιγμή της μεγαλειώδους, παρά τρίχα, πτώσης μας στις Άλπεις!
Έσπρωξα με περίσσια χάρη το μαλακούλι πακέτο στην τσέπη του παντελονιού μου κι ένα εκδικητικό χαμόγελο ήρθε και φύτρωσε στη μάπα μου ανθίζοντας προς το μέρος του φίλου που 'χε μείνει να με κοιτάζει μαλάκας. Άφησε δυο δευτερόλεπτα να φύγουν στον αέρα κι άρχισε την κλαψομούνικη πρόζα του:
- Καλά μη γαμιέσαι τώρα! Αφού δεν θα τό τρωγες ρε παπάρα! Σε ρώτησα και δεν είπες τίποτα! Για μια μπουκιά καπνιστό σολομό ρε αρχίδι; Ένα πακέτο για το τζάμπα ψάρι της Ολυμπιακής ρε γύφτο; Αν ήθελες τσιγάρα να το έλεγες θα στά δινα στο έτσι! Αλλά εσύ είσαι μεγάλος πούστης! Γαμήσου τώρα! Τώρα γαμήσου... Σιχτίρ!
Είχε γίνει φουρφούρι ο τύπος. Μες στην τσαντίλα και την οργή, είχε καταφέρει σε κλάσματα δευτερολέπτου να γίνει πύραυλος και να φτάσει στον πλανήτη που κατοικούν όλοι αυτοί που έχω απογοητεύσει και προδώσει από παιδί. Είχε βγάλει τα γυαλιά–μύγα και τα μάτια του φαινόντουσαν κάπως πρισμένα, σαν να το πήγαινε για κλάμα. Είχε εγκαταλείψει μαζί μου και τώρα με το κεφάλι αφημένο στο προσκέφαλο του καθίσματος, έκανε τον κοιμισμένο. Δεν αντέδρασα καθόλου. Ούτε κιχ δεν βγήκε απ' το στόμα μου. Ψυχρός κι αδίστακτος, είχα καταφέρει να του φάω ένα πακέτο τσιγάρα με τον τσαμπουκά και ήμουν περήφανος γι' αυτό. Είμαι μεγάλο αρχίδι τελικά. Το λαμπάκι “προσδεθείτε και μη καπνίζεται” άναψε απέναντι. Έσβησα το τσιγάρο στη μοκέτα και χάιδεψα το πακέτο με τα μαλακούλια τα Κάμελ πάνω απ' την τσέπη μου.
* * * *
Ένα μεταλλικό κουταλάκι με στάμπα Ολύμπικ Άιργουέις είχε παραπέσει στα πόδια μου κι εγώ προσπαθούσα να το μαζέψω με το πόδι χωρίς να λύσω τη ζώνη μου. Όταν το κατάφερα επιτέλους, πήγα να το καβατζώσω στη τσέπη μου διακριτικά, μήπως το έδινα δωράκι περίεργο στη Μαρία που της αρέσουν κάτι τέτοια. Ο πληγωμένος φίλος απ' το Μπερλίν πρέπει να το πήρε πρέφα γιατί φόρεσε ξανά το γυαλί και άρχισε και πάλι να μου μιλά σαν να μην έτρεχε τίποτα:
- Μαλάκα μου άκου να δεις ιστορία: Η μάνα μου, όταν ήμουν μικρός, έλεγε ότι ο Ωνάσης, όταν έφτιαξε την Ολυμπιακή, όχι μόνο είχε βάλει και γαμώ τα φαγητά, καπνιστό σολομό και τέτοια, αλλά είχε βάλει και όλα τα κουτάλια χρυσά από πάνω! Χρυσά μαλάκα μου, το φαντάζεσαι; Χρυσά! Μετά από καιρό λοιπόν πάνε και του λένε του γέρου: “Αυτοί οι τσίπιδες αφεντικό μας κλέβουν τα χρυσά κουτάλια και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Να τους αρχίζουμε στο ξυλίκι και τις γρήγορες κάθε που θα πιάνουμε έναν;” Και τι γυρνάει και τους λέει ο άρχοντας νομίζεις; Ε; Τι τους λέει; Όχι εσύ να μου πεις τί τους λέει... Τους λέει -μ' ακούς;- τους λέει: “Ίσα από δώ ρε! Τα χρυσά κουτάλια είναι για το λαό! Αφήστε να τα κλέβουν κι αυτοί οι κερατάδες θα 'ρχονται και θα ξανάρχονται και μόνο μ' Ολυμπιακή θα πετάνε! Τό πιασες; Ρε τον γέρο...
Ένας γδούπος, ήχος από σπινάρισμα, ταρακούνημα κι οι γιαγιάδες άρχισαν πάλι τα σταυροκοπήματα και τις πουτανιές και τα ζήτω και παλαμάκια για τον πιλότο που τα είχε και πάλι καταφέρει το παλικάρι μας. Καθώς τροχοδρομούσαμε, ο φίλος έγυρε με τρόπο και με ρώτησε κάπως στο εμπιστευτικό :
- Δεν λες τίποτα κι εσύ μωρέ! Μάλλον μούφα η ιστορία της μάνας μου με τα χρυσά κουτάλια ε;
- Εντελώς...
απάντησα κοφτά, με σιγουριά και μια τόσο επιδεικτική συγκατάβαση που το μετάνιωσα αμέσως. Αρκετά τον είχα πικράνει τον τύπο για σήμερα κι είπα ν' αμολίσω και μια λυρική, σοροπιαστή αρλούμπα της στιγμής μπας κι αλφαδιάσει κάπως η κατάσταση. Πήρα λοιπόν κι ένα ύφος ασορτί και την άφησα αργά να μου φύγει:
- Από την άλλη κανείς δεν ξέρει! Ίσως με το καιρό να χρυσώνουν από μόνα τους όταν τα κλέβεις! Σαν τη θεία μου την Ρίτσα ένα πράγμα, που όταν δεν λύνει σταυρόλεξα, χώνει πασχαλινά κόκκινα αυγά στο εικονοστάσι και λέει ότι με τον καιρό γίνονται κεχριμπάρι. Ίσως να πιάνει το κόλπο και με τα ινοξ κουταλάκια από τ' αεροπλάνα λοιπόν!
- Και δουλεύει; γίνονται κεχριμπάρι;
τσίμπισε αυτός,
- Πρέπει να το πιστεύεις πολύ όμως γιατί αλλιώς σαπίζουν!
- Κι εσύ το πιστεύεις;
Λαμπρά! Ο άσχετος είχε κάνει την ερώτηση ΣΟΣ, αυτή που μπορεί τώρα και πάντα να σε στείλει στη χώρα του "Ποτέ-Ποτέ". Έπρεπε να το κόψω λοιπόν μαχαίρι, στα γρήγορα, πριν καταλείξω χέρια-μούτρα στη λάσπη. Προσπάθησα να πάρω ύφος, αλλά δε μού βγαινε στ' αλήθεια και στο νατουρέλ:
- Πιστεύω... πως δεν πιστεύω... Πιστεύω, δηλαδή, όταν δεν μπορώ να κάνω αλλιώς φιλαράκι. Ας πούμε, όταν έχει γαμηθεί το σύμπαν και δεν έχει απομείνει τίποτ' αλλο από σκόνη, θρύψαλο και μπάζο. Ξέρεις, όταν δηλαδή τα πάντα γύρω μοιάζουν νά 'αι ντυμένα στο γιαλόχαρτο για να σε γδέρνουν στα χάδια. Ή όταν όλα είναι μόνο ξυράφια -με πιάνεις;- και κάτι σκουριασμένες πρόκες, ανάποδες, σε παλιά σανίδια. Έτσι που σου λέω. Εντελώς της πουτάνας δηλαδή... Εντελώς. Μόνο τότε πιστεύω. Και πάλι για λίγο! Πολύ λίγο! Μια κλανιά πίστη ένα πράμα...
- Βρε, τί μας λες; Κι αν τελικά γίνεται στο τέλος; Δεν θα πιστέψεις δηλαδή;
- Ποιος ξέρει, ίσως με τον καιρό, με το χρόνο... και στο φινάλε, δεν έχω ιδέα μωρέ φιλαράκι. Τι να σου πώ; Θα δοκιμάσω μ' αυτό το κλεμένο κουταλάκι όμως! Σου δίνω τον λόγο μου! Ο-κέι; Θα το πιστέψω πολύ, και για χρόνια πολλά αυτό το κλεμμένο κουταλάκι της Ολυμπιακής! Θα φάω τα πάντα μ' αυτό το κουταλάκι που βλέπεις. Και σκατά ακόμα. Ό,τι και να γίνει θα το σκέφτομαι συνέχεια, συνέχεια κι αν τελικά πιασει το κόλπο κι αρχίσει να χρυσώνει, λόγω τιμής, εγώ θα περάσω απ' το Μπερλίν να στο πώ.
- Σίγουρα ε; Δεν θα με γράψεις στ' αρχίδια σου. Γιατί εσύ είσαι και λίγο κωλοπαιδαράς... Θα περιμένω εγώ, να ξέρεις... Θα περιμένω πολύ, κι ίσως και για πάντα!
- Μείνε ήσυχος σου λέω! Να κεράσω τώρα τσιγάρακι τον φίλο μου;
(συνεχίζεται)
1 σχόλιο:
"Μη σταματάς... συνέχισε...Αν μ' αγαπάς συνέχισε..."
Α.Βουγιουκλάκη, από εκείνη την ταινία που είναι ηθοποιοί και τους παίζουν πο....ια οι αντίζηλοι και ο παπαμιχαήλ πάει και γίνεται αλκοολικός ηθοποιος και τέτοια...
αη λάηκ! κηπ απ...
Δημοσίευση σχολίου