Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

5."Μικρή θεά"[Τελευταίος Σολομός στο Παρίσι-5]

Φτάσαμε στη Γούναρη κι εγώ έκλαιγα και παραπατούσα ακόμα. Ο Κυριάκος με κρατούσε κάπως απ' τη μέση και σε κάθε ουρλιαχτό που μού 'φευγε κρεσέντο, έλεγε “σουτ” και με χάιδευε στην πλάτη. Στον ακάλυπτο, πίσω από το μαγαζί του Ζήση, κει που με τράβηξε με τη μία όταν την έκανα κρίση κι άρχισα να τρέμω και να παραμιλώ, μού 'χε αστράψει δυο σκαμπίλια να συνέλθω αλλά δεν έπιασε. Κάτι προσπαθούσα να πω κι εγώ, αλλά μες στις φωνές, στα λαχανιάσματα και στα ρουφήγματα της μύτης, έβγαζα μόνο δάκρυα, μύξες, πυρετό, κι ιδρώτα. Μου μιλούσε λοιπόν, κάτι έλεγε, δεν άκουγα, φώναζε, πάλι δεν άκουγα, μέχρι που βγήκαν στα μπαλκόνια της κουζίνας και μας κοιτάγαν οι νοικοκυραίοι, και φώναζαν, όλοι μαζί σαν νά 'ταν τραγωδία, “άι σιχτίρ πρεζόνια”, “πούστηδες γαμώ τη μάνα σας”, “χαπάκιδες στο διάολο” και τέτοια. Τριακόσια μέτρα τα κάναμε σε τρία τέταρτα έτσι πού 'μουνα κομμάτια και σε κάθε βήμα να φοβάσαι μη σε λούσουν με κάνα κουβά νερό Δεκέμβρη μήνα, γιατί εκείνον τον καιρό έτσι κάνανε στα πρεζόνια που κλαίγανε στο Ναυαρίνο, κι ίσως και σ' αυτούς που κλαίγανε νέτα και σκέτα και χωρίς νά 'ναι πρεζόνια. Γαμώ το σπίτι τους.

Χαιρετηθήκαμε μπροστά στην είσοδο, μού 'πε “τα λέμε τη Δευτέρα” κι ενώ γυρνούσα πλάτη για ν' ανέβω, φώναξε:

-“Ρε πουσταρά! Κάνε τώρα κάτι για μένα, και θα το βρεις μπροστά σου για πάντα!”

Άνοιξα τη πόρτα του ασανσέρ και μπήκα σ' ένα χάλια, λυπητερό σαββατοκύριακο, κλεισμένος στο πίσω δωμάτιο, στο σπίτι της θειας μου, να κοιμάμαι συνέχεια.

*

Κυριακή βράδυ, η θεια έβαλε δυνατά την τηλεόραση μπας κι άκουγα το “ταν-τα-τα-ταν-τα-τα-τα-τα-τα-ταν-τα-τα” της Αθλητικής Κυριακής κι έβγαινα επιτέλους απ' το δωμάτιο να φάω. Το κόλπο φυσικά έπιασε, κι έτσι βρέθηκα να τρώω παστίτσιο με διπλή ήττα ποδόσφαιρο-μπάσκετ κι Αθήνα-Λιβαδειά, παρέα με τον Μανώλη Μαυρομάτη. Ήμασταν πρώτοι ακόμη, αλλά με τις μαλακίες μας, στο τέλος του πρώτου γύρου, να δεις που θα το χάναμε το “πρωτάθλημα χειμώνα” από τα τυριά της ΑΕΛ. Η θεια, μού πλεκε ακόμη ένα πουλόβερ ζακάρ, ο Μαυρομάτης έλεγε ακόμη τα δικά του κι εγώ είχ' αρχίσει να φορτώνω, που πάλι ντυμένος σκατά κι αδιάβαστος θα πήγαινα σχολείο το πρωί. Εκεί ήταν που μου τη βάρεσε για τα καλά. Πήγα μέχρι τον μεγάλο καθρέφτη στο χολ να δω και πάλι πόσο χάλια ήμουνα. Πλησίασα κοντά, ζούληξα ένα σπυρί στο κούτελο, πόνεσε λίγο, έκανε τσακ και το πύον κόλλησε στον καθρέφτη, πάνω στο είδωλο της θειας μου, πού 'χε γλιστρήσει, σβιιιννν, στα παρκετόπανα, σαν αστραπή κατά πάνω μου, να προλάβει:

- Χαμένε! Σου πα να μη τα σπας! Θα μείνουνε σημάδια για πάντα!

Γύρισα προς τ' αριστερά και πριν προλάβει να με φωνάξει για το πύον στον καθρέφτη, την βραχυκύκλωσα περνώντας ένα χάδι με το χέρι τα μαλλιά μου και λέγοντας:

- Ρε θεια... Δεν μου τα παίρνεις με την ψιλή;

* *

Έτσι λοιπόν τη λέει την ιστορία ο Κυριάκος...

- Ποιος είναι ο Κυριάκος;

- Ένας φίλος, δεν τον ξέρεις.

“Παραμονές του τελικού το '84 με τα σκουλήκια στο Παλέ, θα μας γαμούσανε στάνταρ και πάλι. Κάναμε λοιπόν όλοι τουμπεκί ψιλοκομμένο και περιμέναμε να περάσει κι αυτό. Και στο “όλοι” βάζουμε και τους παίκτες μέσα, φυσικά, που πρώτοι αυτοί θα τον πίνανε. Εκεί λοιπόν που όλα ήταν σκατά, και την παραμονή η ομάδα ήτανε κλεισμένη στο Νεφέλη το ξενοδοχείο και τρώγανε μακαρονάκι κοφτό και σκέτο, όπως το τρων οι αθλητές πριν τους αγώνες, μπουκάρει ο Ματθαίου, ο γέρος, ο προπονητής κι αρχίζει να τα σπάνει όλα -μπαμ-μπουμ- στη ψύχρα... Πιάτα, ποτήρια, μαχαίρια-πιρούνια, μακαρονάκια, σκατά, όλα κάτω κι αρχίζει να χοροπηδά και να φωνάζει. Το πήγαινε για εγκεφαλικό κι οι παίκτες είχαν μείνει παγωτά να κοιτάζουν τον γέρο που τά 'χε πάρει κι ήθελε να τους αρχίσει στις μπάτσες. Στο τέλος καβαλά και μια καρέκλα, ανεβαίνει στο τραπέζι, κι αρχίζει να φωνάζει και να φτύνει και να πετά -να μη σου πω- κι αίματα απ' τα μάτια:

- Κουράδες! Κουράδες! Σας λεν κουράδες και σεις τους πιστεύετε! Καραγκιόζηδες! Ποιος το λέει ρε ότι θα χάσετε πάλι; Ποιος το λέει ρε; Ποιος το λέει; Να τον γαμήσω τώρα εγώ! Εσύ το λες ρε; Εσύ το λες; Εσύ;

κι έδειχνε τους παίκτες έναν-έναν -και τους αναπληρωματικούς, εννοείται...

Αυτοί, λοιπόν, είχανε κλάσει μέντες για τα καλά κι είχανε τρέξει να κρυφτούν πίσω απ' τον μπουφέ, μην και τους άρχιζε στα μπουνίδια ο γέρος. Πηδάει κι αυτός τότε απ' το τραπέζι κάτω, τρέχει κι αρχίζει να τους κοπανά και να τους βομβαρδίζει με γαβάθες γυάλινες, μεγάλες, φίσκα στο κοφτό μακαρονάκι που σκάγανε -σπλαφ-σκρατς- στον τοίχο, πάνω απ' τα κεφάλια τους και 'κάναν την ταπετσαρία μουνί. Στο τέλος πήρε κι έσπασε και τις καρέκλες και στο τέλος-τέλος γονάτισε κι άρχισε να κλαίει και να ουρλιάζει κι άρχισαν κι οι παίκτες να κλαιν και να ουρλιάζουν και να κυλιούνται καταγής κι αυτοί, πάνω στα κοφτά, τα σκέτα τα μακαρόνακια, και κάνανε και τη μοκέτα μουνί.

Κι αφού όλοι κλάψανε κι ουρλιάξανε τόσο πολύ, που όλοι οι άλλοι οι πελάτες νόμιζαν πως τα πρεζόνια απ' το Ναυαρίνο είχανε κάνει ντου στη Νεφέλη, και φώναζαν “σκάστε επιτέλους γαμώ το μουνί της μάνας χαπάκιδες, ένα κουβά νερό πετάχτε τους να το βουλώσουν”, ο γέρος σηκώθηκε -άρχοντας- τίναξε κάτι μακαρονάκια πού 'χανε κολλήσει πάνω του, κοίταξε τους παίκτες του στα μάτια πέρα για πέρα και μέχρι τον υποθάλαμο και είπε:

-“Ρε πουσταράδες! Κάντε τώρα κάτι για μένα, και θα το βρείτε μπροστά σας για πάντα!”

- Ε όχι πια! Νισάφι τα βρωμόλογα. Να μιλάς και να βρίζεις σα χαμάλης μπροστά στη θεία σου! Έχε χάρη που δε θέλω να σου πάρω κάνα αυτί με την κουρευτική, αλλιώς θα σού 'δινα ένα μπάτσο με το δαχτυλίδι στο στόμα, να μάθεις!

- Στάσου ρε θεια! Αφού έτσι είναι η ιστορία... Στάσου να δεις τι κάνανε αυτοί! Περίμενε...

- Τι κάνανε, λοιπόν, άντε λέγε, αλλά χωρίς βρισιές...

“Μέσα στην άγρια νύχτα, πήγαν και βρήκανε έναν κουρέα! Τον φέρανε στο ξενοδοχείο, τον βάλανε μέσα στο σαλόνι με το σκόρπιο, παντού, κοφτό μακαρονάκι και τού 'πανε:

- Είμαστε ο ΠΑΟΚ, και θα μας τα πάρεις με την ψιλή γιατί είμαστε οι πιο τσαμπουκάδες στον πλανήτη κι αύριο θα κερδίσουμε, γιατί το κάνουμε για τον γέρο, για τον προπονητή μας, και θα το βρούμε για πάντα μπροστά μας!

Τελευταίος κουρεύτηκε κι ο γέρος, όταν πια είχε ξημερώσει για τα καλά και το σαλόνι είχε γεμίσει τούφες και μαλλιά και μπούκλες, ανάκατα με μακαρονάκια κοφτά και πολύ δάκρυ...

Το βράδυ στο γήπεδο έγινε πανζουρλισμός μόλις βγήκε η ομάδα στο παρκέ. Όλος ο λαός έλεγε “για μας το κάνανε” κι ουρλιάζανε και κλαίγανε βαρώντας τύμπανα, χέρια, πόδια, κάγκελα, και τρομπέτες, από παντού. Γιατί δεν μπορούσανε να χάσουνε πια... Κι αυτό το ξέρανε όλοι. Γιατί ποτέ και κανείς δεν μπορεί να χάσει όταν κάνει κάτι για τους άλλους. Και το βρίσκει μπροστά του για πάντα!”

- Τ' ακούς θεία; Για πάντα!

- Και τι έγινε τελικά; Ποιος πήρε το κύπελλο;

- Ο ΠΑΟΚ ρε θεια, 74-72, και οι αριανοί, έναν ντενεκέ αρχιδ... Σμπλκλατς! Αχ! Καλά τό 'χεις εντελώς καμμένο ρε θεια; Με το δαχτυλίδι βαράς στο στόμα... Θα μου σπάσεις κάνα δόντι...

- Σε είχα προειδοποιήσει: όχι βρωμόλογα! Άι τώρα πήγαινε στον καθρέφτη να δεις πώς στα πήρα, γιατί εγώ μπαρμπέρης δεν είμαι...

Στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη κι άνοιξα ξαφνικά τα μάτια. Το σχήμα του κρανίου μου φαινόταν καθαρά, στρόγγυλό και διάφανο κάπως. Μάλιστα αν πρόσεχε κανείς μπορούσε να διακρίνει μέχρι και τις φλέβες που τέντωναν στους κροτάφους κάθε μιάμιση στιγμή. Ήμουνα ακόμα βέβαια χοντρός, βλάκας και κακοαγαπημένος, αλλά είχα κάνει κι εγώ κάτι ρε γαμώτο, κι ας ήταν ότι νά 'ναι. Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Τι άλλο; Ε; Αν δηλαδή έπαιρνα τους δρόμους και φώναζα εκλιπαρώντας τον κόσμο όλο, και τον πατέρα μου, και την κυρία Βήτα, ή και την Ρίτα του Α1 ακόμη, “αγαπήστε με και μένα λίγο, αγαπήστε με, σας παρακαλώ”, θά 'ταν καλύτερα; Και στο κάτω-κάτω, ο καθένας κάνει πάντα ό,τι μπορεί. Εγώ, λοιπόν, τόσο μπόρεσα!

Όσο νά 'ναι, πάντως, τριακόσια γραμμάρια πρέπει να τά 'χα χάσει -τα μακριά μαλάκια μου δηλαδή- κι ίσως γι αυτό και νά 'νιωθα ελαφρύτερος τώρα...

* * *

Το πρωί κατέβηκα στο πατρικό μου, δυο ορόφους πιο κάτω, να πάρω ένα σκούφο κι έπεσα μούρη με μούρη με τον πατέρα μου, μες στη ζοχάδα, πού 'χε αργήσει στη δουλειά. Με το που με είδε έμεινε τζον-τζον κι εγώ ετοιμάστηκα για μάχη. Αντί για φωνές και γαμοσταυρίδια, όμως, πήρε αυτό το χάλια ύφος του, το ξέχειλο σιχαμερή πατρική περηφάνια και μου αμόλησε ένα σοφολογιότατο:

-Α! Έτσι μπράβο! Να δούμε και το πρόσωπο σου. Όχι σαν πριν πού 'χες τις μπούκλες σαν αδελφούλα...

Γέλασε μόνος του, έπιασε το πορτοφόλι από την κωλότσεπη και μού 'δωσε ένα “εξτρά” πεντακοσάρικο, κλείνοντας μου βλακωδώς το μάτι. Κι εγώ ο ξεφτίλας, φυσικά, το πήρα...

Στις οκτώ, όταν έφευγα για το σχολείο, τό 'ρειχνε ακόμη ψιλό και δεν έδωσα σημασία. Μαλακία μου μεγάλη βέβαια, γιατί αν τό 'ξερα ότι μέχρι το μεσημέρι θά 'χαμε γίνει Βλαδιβοστόκ, σιγά μη κουρευόμουν και να πήγαινε να χεστεί κι ο Κυριάκος κι οι θεωρίες του. Στο σχολείο φυσικά κανείς δε μού 'πε τίποτα, ούτε καν “μεγειά”, κι ούτε καν μπούγιο-φάπες, που είναι και το έθιμο. Τίποτα, τίποτα, τίποτα. Απαρατήρητος, όπως πάντα, περνούσα την ώρα μου κοιτώντας τους άλλους, που κοιτούσαν απ' το παράθυρο το χιόνι πού 'πεφτε πυκνό κι ασταμάτητο. Πρώτη ώρα θρησκευτικά, κι όλοι προσεύχονταν ευλαβώς, να πρόκειται περί θεομηνίας, μπας και τό 'κλειναν το μπουρδέλο, να κάναμε διακοπές. Ώσπου, ξαφνικά, ένιωσα ένα χέρι να μου τραβά το σκούφο και μια φωνή αριστερού ψάλτη ν' αντηχεί στα πεταχτά, πλέον, αυτιά μου:

- Αποκαλύψου παιδί μου!

που σημαίνει απλά “ξεσκουφώσου”, αλλά στη γλώσσα των παπάδων και των θεολόγων. Κι αμέσως μετά:

- Για κοιτάχτε εδώ κύριοι! Ιδού υπόδειγμα άρρενος μαθητού. Κουρά καλαίσθητος κι από πλευράς υγιεινής, αρίστη! Εύγε νέε μου!

και μου χάιδεψε το κεφάλι αργά, λιμπιστικά και σίγουρα γουστάροντας, ο κωλομπαράς! Οι συμμαθητές μου συνέχισαν λοιπόν να κοιτούν το χιόνι και μόνο η Άννα από το μπροστινό θρανίο γύρισε και μού 'πε ψιθυριστά:

- Μεγειά σου, σου πάνε πολύ...

- Νά 'σαι καλά, ευχαριστώ, μα είχα ψυριάσει μέχρι και στα φρύδια, γλυκεία μου!

* * * *

Κατά τις 12, προς το τέλος της πέμπτης ώρας, πιάσανε επιτέλους κι οι προσευχές, κι ήρθε ο λύκος να μας πει ότι είχε πια εβδομήντα εκατοστά χιόνι στη πόλη κι ότι έπρεπε να φύγουμε, γιατί δε σταματούσε να το ρίχνει -κάθε άλλο μάλιστα- κι ότι θα τό 'λεγε στο ραδιόφωνο το βράδυ αν θά 'χαμε αύριο σχολείο και νά 'χουμε το νου μας. Βγήκαμε μες στην τρελή χαρά, αλλά τα παίξαμε κανονικά όταν είδαμε τι γινότανε στο δρόμο. Χιόνιζε και τ' αυτοκίνητα κολλούσανε στη λάσπη, το περπάτημα γινότανε αδύνατο -ακόμη και χωρίς τακούνια- ενώ τα λεωφορεία είχανε διακόψει κι είχαν φύγει για τ' αμαξοστάσια. Σ' ένα οικόπεδο παραδίπλα η κυρία Βήτα παρακαλούσε νά 'ρθουν να τη βοηθήσουν να ξεκολλήσει το παμπάλαιο κατσαριδάκι της, χρώμα, χάλια γαλάζιο της πισίνας. Της έριξα ένα μοχθηρό βλέμμα και την άφησα να σκούζει. Από λεβεντομαλάκες το σχολείο μας είχε καλό στοκ, όλο και κάποιος λοιπόν θα λασπωνόταν για χάρη της. Εγώ όχι!

Είπα να πάω σέρνοντας σπίτι, αλλά σκέφτηκα και τον Κυριάκο που θά 'χε γυρίσει αργά τη νύχτα από την εκδρομή και τώρα θα ξυπνούσε όπου νά 'ναι. Ήθελα να του δείξω και το κούρεμα, να μου λεγε και για τα ματς και πώς την έβλεπε για πρωταθλητές χειμώνα στο τέλος του Α' γύρου στο πρωτάθλημα. Βέβαια λεωφορεία δεν είχε ούτε για δείγμα, αλλά ούτε και ταξί να πλήρωνα με το ξεφτιλέ πεντακοσάρικο του πατέρα μου. Πως θα κατάφερνα λοιπόν να σκαρφαλώσω μέχρι τον Άγιο Παύλο, στο σπίτι της Ελενίτσας; Χιόνιζε ασταμάτητα και σε λίγο φαινότανε πως “με κόπο θα ξεκολλάγαμε το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, θα εκατοβουλιάζει ίσαμε το γόνατο”. Για να μη σου πω κι ότι θα καταλήγαμε στο “φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία-μία θα εμοιραζόμαστε τη σταφίδα”, και άλλα “ηρωικά και πένθιμα”, εμετικών “ποιητών του Αιγαίου”, αυτού του ιδίου δηλαδή που το κατουράνε συνέχεια τα ψάρια. Θα "εκατοχεζόμασταν" και θα "εκατογαμιόμασταν" εν ολίγοις.

Μπήκα στο “Θείο Βάνια” και πήρα τυρόπιτες, και τα “Σπορ του Βορρά” απ' το περίπτερο. Έβαλα τα βιβλία μου στη σακούλα κι ας λαδωνόντουσαν, έχωσα και την εφημερίδα κάτω απ' τα ρούχα, να με ζεσταίνει στο στήθος, και ξεκίνησα να τραβώ την ανηφόρα, έχοντας το χιόνι και τον άνεμο κόντρα.

Έκανα δύο ώρες να φτάσω στο κατσάβραχο! Δύο ώρες αναρρίχηση και διαδοχικές σαβούρντες, τα κατάφερα στο τέλος. Άσπρος απ' το χιόνι, λερωμένος απ' τη λάσπη, μιας και το Σέιχ-Σου έδειχνε νά 'χε ξυπνήσει για τα καλά μέσα του το Έβερεστ. Σαν κάποιους, που επιμένουν να λένε μούφες ότι, τάχα μου, ο Χορτιάτης είναι ηφαίστειο, κι όταν θα γίνει Βεζούβιος, θα θαφτούμε όλοι στις στάχτες, για νά 'χουν να βρίσκουν οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος, χιλιάδες τραγικές, απανθρακωμένες σιλουέτες με φραπεδοπότηρα στο χέρι.

Χτύπησα την πόρτα του τουρκόσπιτου και φώναξα “Μπόνζο” κι άκουσα από μέσα ν' απαντά η φωνή του Κυριάκου:

- Μετρώ μέχρι το τρία, ανοίγω και μπαίνεις σφαίρα, μη φύγει η ζέστη. Έτοιμος; Μετρώ... Ένα, δύο, τρία! Έμπα μαλάκα Μπόνζο! Ρε! Έμπα! Ρε! Χαχα! Φάε έναν Μπόνζο-χιονάνθρωπο, ρε...

* * * * *

Μέσα στο σπίτι καίει ξυλόσομπα κι είναι φούρνος κανονικός. Άσε που δεν υπάρχει γωνιά που να μην είναι καλυμμένη με φλοκάτες και κουρελούδες. Το κρεβάτι είναι στρωμένο κι έχει σκεπάσματα στο πάτωμα, πράμα που σημαίνει πως η Ελενίτσα δούλευε νυχτερινή, γιατί ο Κυριάκος κοιμάται μόνο με παρέα στο κρεββάτι. Αλλιώς, ξαπλώνει μόνος, κατάχαμα. Δεν μου τό 'χει πει ποτέ καθαρά, κι όποτε τον ρωτώ μου βγάζει κάτι ιστορίες ότι του το σύστησε, ντεμέκ, ο γιατρός για τη μέση του και πίπες, αλλά εγώ το έχω καταλάβει. Έβγαλα το παλτό μου, τίναξα το χιόνι στη σόμπα, τράβηξα και τα "Σπορ" από το στήθος και τον ρώτησα αν κοιμήθηκε πάλι κατάχαμα, πού 'βγαλε μόνος του τη νύχτα.

- Θες καφέ;

με ρώτησε και μου το έκοψε με τη μία, ενώ στο μεταξύ είχε προλάβει, με μια κίνηση, να χώσει τα σκεπάσματα στη ντουλάπα.

- Θέλω!

- Σκέτο;

- Σκέτο.

- Ο-κέι, βγάλε ρούχα και παπούτσια να στεγνώσουν και τράβα και κάνα μονάστερο από το ντουλάπι. Έχει και σοκολατένιες ελίτσες και κάτι παξιμάδια.

- Έφερα και παγωτό-τυρόπιτα άμα θες, είπα για να πω κι εγώ, αλλά μέ 'γραψε.

Έμεινα κι εγώ με τον σκούφο μέχρι τ' αφτιά και το βρακί, άσπρο “Μινέρβα” φυσικά, και πήγα ξυπόλητος να ψαχουλέψω στο ντουλάπι που στοίβαζε η Ελενίτσα, πού 'τανε έτσι κι αλλιώς θεά, τις σπονδές όλων όσων τη λάτρευαν κανονικά. Σε τρία ράφια του βωμού είχε στριμωγμένα, αλλά προσεκτικά πολύ, όλα τα αναλώσιμα δώρα που της κάνουν ασθενείς και συγγενείς: Κάτω-κάτω, μπουκάλια πορτοκαλάδα συμπυκνωμένη και ξινή, μάρκας “Ήβη”, που μόνο σε κάτι περίπτερα μπροστά στα νοσοκομεία πωλείτε. Και βυσσινάδα επίσης, ίδια. Δεύτερο ράφι, μπουκάλια, άπειρα, κακής ποιότητας κονιάκ, μονάστερο “Μεταξά”, και σε μεταλλικά κουτιά από μπισκότα, ελιές σοκολατένιες και γλυκά παξιμαδάκια από κηδείες και μνημόσυνα. Στο τρίτο ράφι, τέρμα πάνω και στο βάθος, η καβάντζα με τα χάπια και τ' αντιβηχικά σιρόπια, δίπλα ένα κουτί με χάρτινες εικονίτσες που μοιράζουν οι παπάδες στους θαλάμους, και τέρμα δεξιά, σ' ένα ξύλινο κουτί σαν μπιζουτιέρα, το “στρατέγκο”, που λέγαμε στα κρυφά με τον Κυριάκο: Αποκόμματα αγγελτηρίων θανάτου καπετάνιων κι ανταρτών, από το Ριζοσπάστη. Βαλμένα στη σειρά, κατά σύνταγμα και λόχο και βαθμό και αλφαβητικά. Τ' άρχισε ο πατέρας της, θα το τελειώσει, λέει, αυτή, και θα το παίξουμε κάποια στιγμή εμείς, επιτραπέζιο-αντάρτικο, μακάβριο στρατέγκο, μια μέρα που θα λείπει και θά 'χουμε τον χρόνο.

Στα μνημόσυνα και στις κηδείες την καλούν. Κι αυτή πηγαίνει. Και τις κάνουν δώρα για την ψυχή του τάδε και της δείνα που "κοίταξε". Είναι και δουλεία της, λέει. Γιατί, στα νοσοκομεία και στις κλινικές μπορεί νά 'ναι οι γιατροί που κάνουν θαύματα, αλλά στ' αλήθεια, οι νοσοκόμες είναι θεές! Και δη οι αποκλειστικές. Η Ελενίτσα που παίζει βόλους και “πέτρα-ψαλίδι-χαρτί” με τον χάρο κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα. Μέχρι που στο τέλος γίνονται κολλητάρια και κάθεται και του κάνει και τον δραγουμάνο του Άσχημου! Τη στιγμή που συγγενείς σκάνε μύτη με τη ψυχή στο στόμα, πέφτοντας σ' άδεια κρεβάτια και καινούργια σεντόνια, να ψάχνουν, τρέχοντας πάνω-κάτω στους ορόφους, στους διαδρόμους, το σώμα κι έναν καλό μεταφραστή. Σαν την Ελενίτσα μας, ας πούμε, πού 'ναι εκεί, μικρή θεά, για να κάνει τις συστάσεις με τον Άσχημο, και να πει το νόημα με τα δικά της λόγια, σχεδόν πάντα, τα ίδια, τα λόγια της δουλειάς:

"Ησύχασε
επιτέλους
δε κατάλαβε
τίποτα
σα κερί
έσβησε
στον ύπνο του
έφυγε
πέταξε
ζωή σε σας
πολύ σας αγαπούσε
βασανιζότανε
λίγο
ίσως
πολύ
και όμως
άντεξε
κράτησε
και στο τέλος
είπε
Αχ!
μ' ένα σπασμό
και τελείωσε
όμορφα
και τελείωσε
γλυκά.."

Αλλά αυτή τη φορά ήτανε κι η τελευταία και τελείωσε και πρώτος και μόνος και δεν περίμενε και κανέναν...

Κρατώντας φίδια στα χέρια, με μακιγιάζ απόκοσμο και δυο τεράστια γυμνά στήθη, να σείεται και να τρέμει ολόκληρη κι όλα να τα λέει κι όλα να τα εξηγεί, μικρή θεά. Σαν εκείνη της Κνωσού, που την είχανε φωτογραφία τα βιβλία ιστορίας και κάποτε με τρόμαζε πολύ. Τώρα πια όμως, χωρίς ντροπή, καυλώνω στη σκέψη της...

* * * * * *

Τράβηξα ένα μονάστερο κι έκλεισα το ντουλάπι. Γυρνώντας είδα τον Κυριάκο να βγαίνει από το κουζινάκι με τους καφέδες. Έσκυψε να τους αφήσει στο τραπεζάκι κι έβαλε τα γέλια κοιτώντας με. Νόμιζα ότι γελούσε γιατί 'χε πάρει χαμπάρι το κούρεμα, αλλά συνέχισε να γελά, κοιτώντας το βρακί μου:

- Μαλάκα Μπόνζο, σού 'χει σηκωθεί για τα καλά!

(συνεχίζεται)


Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

4."Βρώμικο '88"[Τελευταίος Σολομός στο Παρίσι-4]

"Αν δεν μπορώ να μάθω αγγλικά, φταίει που είμαι χοντρός και οι χοντροί είναι βλάκες". Δεν το λέω εγώ, η κυρία Βήτα η αγγλικού το λέει γελώντας μοχθηρά στα μούτρα μου μπροστά στη Ρίτα και σε μια ποικιλία αχώνευτους συμμαθητές. Πλησίασε ύπουλα από πίσω στο διάλειμμα, κι ενώ αγωνιζόμουν να γίνω ορατός από τη Ρίτα, μου το σβούρισε, τάχα σε στιλ συμβουλής, αλλά δυνατά να το ακούσουν κι οι άλλοι. Και να φανταστεί κανείς ότι το δώδεκα στα αγγλικά είναι το λιγότερο. Το περισσότερο είναι ότι ο πατέρας μου, που δεν το λέω ποτέ “πατέρα” αλλά τον φωνάζω με το επίθετο όπως το κάνουν σχεδόν όλοι στο σόι μας, θέλει να με σταματήσει από το σχολείο και να με στείλει να γίνω εκδορέας. "Εκδορέας", που για όποιον δεν ξέρει, σημαίνει γδάρτης στα σφαγεία, εκεί που καταλήγουν κατά την άποψη του πατέρα μου όσοι έχουν κάτω απ' τη βάση σ' άλγεβρα, γεωμετρία, φυσική από το πρώτο κιόλας τρίμηνο της πρώτης λυκείου, ή όσοι είναι ανίκανοι να λύσουν το πρόβλημα πρακτικής αριθμητικής στη δεύτερη σελίδα της "Μακεδονίας". Το ακόμα περισσότερο κι απ' αυτό, και το μόνο που μετρά στ' αλήθεια, είναι ότι γουστάρω τρομερά εδώ και καιρό τη Ρίτα από το Α1, αλλά δεν έχω καμία απολύτως ελπίδα. Καμία, καμία, καμία! Γιατί σε αντίθεση με την πεποίθηση της κυρίας Βήτα, το βασικό πρόβλημα "των χοντρών που είναι βλάκες", και ειδικά στην πρώτη λυκείου του γαμωσχολείου μου, δεν είναι ότι "δεν μπορούν να μάθουν αγγλικά", αλλά ότι δεν μπορούνε να γαμήσουν. Κι ούτε και σε όνειρο. Αυτό το πρώτο θλιβερό λοιπόν για την αποκατάσταση της αλήθειας.

*

- Μπόνζο τι θα γίνει το Σάββατοκύριακο ρε; Θα 'ρθεις ή θα κατέβω μόνος στη χαμουτζία ρε καραγκιόζη; Στρώσε την χοντοκωλάρα σου εδώ ρε μαλάκα να συνεννοηθούμε!

“Μπόνζο” είναι το παρατσούκλι που μου 'χει κολλήσει ο Κυριάκος, γνωστός σε κάποιους έντονα ανησυχητικούς νεανικούς κύκλους της Σαλονίκης και ως “Γκαρίτσας”. Μέγας τσόγλανος, υπήρξε συμμαθητής μου πέρυσι στη τρίτη γυμνασίου κατά την τρίτη και τελευταία ανεπιτυχή του προσπάθεια να πάρει κάποτε απολυτήριο και να μη πάει φαντάρος. Εκτός απ' το να δουλεύει ψιλό γαζί τους πρώιμα κοινωνικά αποτυχημένους σαν και του λόγου μου και να χτυπιέται κάθε Κυριακή-Σάββατο, μέσα-έξω, Τούμπα και Παλέ, δεν κάνει τίποτα στη ζωή. Ούτε όμως και δαύτη καταδέχεται να κάνει τίποτα μαζί του βέβαια. Πέρυσι κάθε φορά που λεγα μάθημα, ο Κυριάκος έκανε θόρυβο από κάτω με την παλάμη του στην μασχάλη κι ακουγόταν σαν να έκλανα. Στα διαλείμματα με κορόιδευε: “χοντρέ, χοντρέ” -τα έχω τα κιλά μου. “Κοίτα παπουτσάκι ρε ο γελείος!” -κάτι χάλια αθλητικά μάρκας “Στράικ” με σκρατς-σκρατς. “Τι ρούχα ειν' αυτά ρε παλιάτσο” -τζην μάρκα "Αμερικάνα", τσέπες στο πλάι, χρώμα ξεβαμένο θαλασσί και πουλόβερ ζακάρ, πλεκτό στο χέρι της θείας. “Σαν παλιάτσος είσαι”, σαν παλιάτσος είμαι, σαν παλιάτσος, σαν παλιάτσος, κι έτσι μου κόλλησε το “Μπόνζο”. Όνομα παλιάτσου.

Εδώ και τρεις μήνες όμως, τον Κυριάκο τον έχουν πιάσει οι αγάπες μαζί μου κι έχει δίκιο εδώ που τα λέμε, γιατί εγώ είμαι που του έσωσα το καχεκτικό, ελλειποβαρές, και μελαχρινό τομάρι του, στα καλά καθούμενα και στο άσχετο, σε μια στιγμή που ο φίλος μου ο τρομερός "Γκαρίτσας" την είχε βαμμένη προδήλως. Έτσι δεν έχω κανένα πρόβλημα πια, και κυρίως, κανένα φόβο, να πάρω την καρέκλα που σπρώχνει προς το μέρος μου και να στρώσω την χοντροκωλάρα μου δίπλα του. Άλλωστε η έκθεση σε δημόσια θέα μιας τόσο κακιάς παρέας και σε απόσταση μάλιστα λιγότερη των εκατό μέτρων από το μπουρδελοσχολειό μου, δεν μπορεί παρά μόνο καλό να κάνει στην έτσι κι αλλιώς άθλια εικόνα που οι διερχόμενοι φλώροι συμμαθητές μου έχουν για μένα.

- Καλά ρε χαμένε, εγώ κάνω πίπες-ναργιλέδες για νά βρω θέσεις στο πούλμαν και εισιτήρια κι εσύ κάνεις νερά; Θες να τρελαθώ ρε Μπόνζο και να γίνει κόλαση εδώ μέσα. Ε; Κόλαση; Πες μου θες;

Εδώ έξω... Έξω, με την ακρίβεια, θα γινότανε κόλαση γιατί αν και Δεκέμβρης μήνας κιόλας, εμείς αράζαμε βρέξει-χιονίσει με φραπέ έξω από το μόνο ηλεκτρονικάδικο στη γειτονιά που μας άφηνε να παίζουμε, ακόμα και κάτω των δεκαεπτά ετών, που γραφε κι η τσίγκινη ταμπέλα στο τζάμι. Οι μπάτσοι δεν τον ενοχλούσαν τον αφεντικό και τόσο το καλύτερο, έλεγα τότε, μέχρι που μαθα αργότερα ότι ο Ζήσης που 'χε το μαγαζί ήταν τελικά μεγάλος ρουφιάνος κι έσπρωχνε και διάφορα από πάνω. Και καλά ο Κυριάκος πήγαινε να κλείσει για τα καλά τα δεκαεννιά και στ' αρχίδια του, αν κι όπου να' ναι έπρεπε ν' αρχίσει ξανά να την ψάχνει με τον στρατό να δει τι να κάνει, μην κι έπαιζε πάλι καμιάν αναβολή. Εγώ όμως ήμουν στα δεκαπέντε και κάτι και πίστευα ακόμα, ο αφελής, ότι κάθε ηλικία έχει αποκλειστικά και μόνο τα δικά της προβλήματα. Χτυπούσε λοιπόν το χέρι στο τραπεζάκι, ψιλοαστεία-ψιλοσοβαρά, έκανε ότι με μάλωνε, κι ο φραπές χυνότανε έξω απ' το ποτήρι πιτσιλώντας παντού και κάνοντας τα βιβλία μου κώλο. Τον άκουγα στη μούγκα να μου τα χώνει, περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά μου. Κάποια στιγμή έβαλε γλώσσα μέσα επιτέλους και το καλαμάκι στο στόμα, κι έκανε νεύμα να πω εγώ... Σειρά μου.

Όχι λοιπόν, έτσι που τα 'χα σκατώσει δε θα κατέβαινα με τον Κυριάκο και τ' άλλα τα παόκια, εκδρομή διήμερο, Αθήνα-Λιβαδειά, μπάσκετ-ποδόσφαιρο. Μετά της φασαρίες με τους βαθμούς δεν υπήρχε καμιάν ελπίδα. Χάος. Ο πατέρας μου τα χε κάνει όλα μπουρδέλο σπίτι και δε θα μ' άφηνε σε χλωρό κλαρί μέχρι να του περάσει σε κανά μήνα. Είχε καεί για τα καλά, ακόμη και το σενάριο ότι θα λεγα πως τάχα είμαι στη θεία Ρίτσα για διάβασμα το Σ/Κ και να την έκανα σκαστός: πάλι δεν θα δούλευε γιατί δεν είχα φράγκο.

- Καλά μαλάκα μου λεφτά έχουμε, μη νοιάζεσαι... Η Ελενίτσα μου ναν καλά ρεεεε! “Μις Τζορμπατζίδου σύστεμ” ρε άσχετε! “Βρώμικο χρήμα” κι έτσι... Κι αν χρειαστεί “θα μιλήσει κι ο μάστορας!”. Έλα ρε Μπόνζο... μη γαμιέσαι... Αύριο πάμε και τσουρέβουμε φωτοβολίδες απ' τους ψαράδες στην Κρίνη, Παρασκευή έρχεσαι σπίτι, κοιμάσαι σε μας, και μετά τακ-τουκ κατεβαίνουμε, τακ-τουκ τους γαμάμε στη Λεωφόρο, τακ-τουκ κατουράμε στον Κηφισό, τακ-τουκ Κυριακή στη Λιβαδειά, τάκ-τουκ τους γαμάμε κι από 'κει, και Κυριακή βράδυ γυρνάμε... Κι αυτό είναι! Τακ-τουκ-τακ! Να δεις πως είναι και η χαμουτζία κι οι τσολιάδες ρε παπάρα, να μάθεις και τα παιδιά τα άλλα και ξημερώματα θα 'μαστε πίσω ρε -πρωινός η απογευματινός είσαι τη Δευτέρα; Πρωινός; Γάμα τα, θα πας κατευθείαν! Λες να σε δώσει η θεια σου... Δεν πιστεύω ρε... Έχει γκόμενο η θεια σου; Δεν μου 'χεις πει. Γαμιέται με κανένα; Ε; Γαμιέται; Θα 'ρθεις ρε Μπόνζο ή θα τα κάνω κόλαση όλα; Πες θα ´ρθεις;

* *

Ελενίτσα Τζορμπατζίδου. Είναι η εικοσιδιάχρονη -και βάλε ίσως- γαϊδούρα-γκόμενα του Κυριάκου. Eκατό φορές πιο βλαμμένη απ' αυτόν και γενικώς επικίνδυνη. Γεννημένη στην όμορφη Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, ήρθε Σαλονίκη με τον πρώην αντάρτη -εκεί μηχανικό κι εδώ οικοδόμο- μπαμπά της μετά την χούντα. Πανύψηλη -τρία κεφάλια ρίχνει τον Κυριάκο- διέλαμπε άλλοτε ως αναπληρωματικό πίβοτ στην γυναικεία ομάδα μπάσκετ της Καλαμαριάς. Στα δεκαεπτά της, μαθήτρια στη Β' τάξη της μέσης σχολής νοσοκόμων του ΑΧΕΠΑ, μπούκαρε με ντου και χοντρό τσαμπουκά στο νεκροτομείο, στο ισόγειο, κι αφού έχωσε ένα γεμιστό σφιχτό μπουκέτο στον γιατρό, άρχισε να μετρά και να βάζει κομμάτι-κομμάτι στη σειρά ένα πτώμα 70 κιλά κιμάς, εργατικό ατύχημα σε μπετονιέρα. Στο τέλος, κι αφού σιγουρεύτηκε ότι όλα ήταν στη θέση τους, ούρλιαξε κι ένα ξεγυρισμένο “γεια σου ρε πατέρα!”, έσκισε τα ρούχα της και έφυγε γυμνή στάζοντας αίματα στο διάδρομο. Κι αν εξαιρέσεις το “σάλτα και γαμήσου” στον παπά, άλλη κουβέντα, όχι. Ούτε δάκρυ, ούτε τίποτα και το μακιγιάζ στη θέση του. Είναι σίγουρο ότι εκεί στους διαδρόμους του ΑΧΕΠΑ χάθηκαν οι δυο βίδες που έτσι κι αλλιώς τις είχε λάσκα στην ξανθιά της γκλάβα η Ελενίτσα.

Κι αν μάθει ποτέ ότι ξέρω την ιστορία με λεπτομέρειες, θα με τσακίσει και δεν θα δυσκολευτεί διόλου, γιατί από τότε που δουλεύει αποκλειστική στις κλινικές, όχι πλύνε τον γέρο, όχι ξεσκάτωνε την γριά, έχει πετάξει κάτι δικέφαλους του τύπου “τη γάμησες”. Στις ελεύθερες ώρες της πάλι ασχολείται με το ν' ανακατεύει σιρόπια και στεντόν κι ότι άλλο τσουρεύει απ' τα γερόντια τα άρρωστα. Μετά τα πίνει με τον Κυριάκο, την ακούνε στέρεο, πηδιούνται του σκοτωμού και το πρωί ρωτάνε τους γειτόνους -και ενίοτε τους περαστικούς αν αποκοιμηθηκαν στο πάρκο- για το “αν ήτανε καλά” κι “αν χύσανε μαζί κι οι δυο τους”, καθότι όταν έχεις τα μυαλά τουλούμπες μες στα σιρόπια του παππού, δύσκολο να μορφώσεις ιδία αντίληψη για το αντικείμενο. “Μις Τζορμπατζίδου σύστεμ” λοιπόν, σήμαινε ότι για να πάμε εμείς Αθήνα να κατουρήσουμε τον Κηφισσο, θα μας χαρτζιλίκωνε η Ελενίτσα μ' ό,τι πιο “βρώμικο" υπάρχει σε χρήμα: χιλιάρικα λερωμένα από κάτουρα, σκατά και σκόνες αντιβιοτικές για τις πληγές κατακλίσεως.

Όχι πως ο Κυριάκος ο Γκαρίτσας ήταν ακαμάτης και σπιτωμένος και στο τζάμπα συνέχεια... Έφερνε κι αυτός φράγκα, ήθελε μόνο να 'χεις υπομονή να μετράς και να πληρώνεις παντού με δεκάρικα και τάλιρα, γιατί ο Κυριάκος πορτοφόλι δεν είχε κι έτσι κι αλλιώς ήταν αδύνατον να βρει ένα στα μέτρα του. Κι όταν έλεγε “θα μιλήσει ο μάστορας” χάιδευε πάντα ψευτο-αινιγματικά τη φόδρα του πέτσινου-δερματίνη απ' την πλευρά που 'χε χωμένο ένα σταυροκατσάβιδο εικοσπέντε εκατοστά με το οποίο ρήμαζε τα πάντα: Από κερματοδέκτες στα περίπτερα και τους θαλάμους του ΟΤΕ, μέχρι παγκάρια στα εκκλησάκια. Χώρια τα παπιά, λεντάκια και βέσπες για βόλτες. Αποτελεσματικός κι αθόρυβος. Καρδιοχειρούργος και κακούργος κανονικός: ο Σπύρου των ταλιρομηχανών, ο τρόμος περιπτεράδων, οτετζίδων και καντιλαναφτών: ο δόκτορας Γκαρίτσας! Θρασος από δω μέχρι Λάρισα και βλακεία μέχρι νήσο Γαυδο. Έτσι άλλωστε γίναμε φίλοι. Τον Σεπτέμβρη, στην Έκθεση που δούλευα μοίρασμα χαρτάκια, είχε πάρει πάλι αμπάριζα και άνετος τους κερματοδέκτες δίπλα απ' το περίπτερο του ΕΟΜΜΕΧ. Μέχρι που στο φινάλε τον πήρε χαμπάρι ένας βλάχος που πούλαγε σαπουνέ χαλβά και ραβανί απέναντι κι έφυγε σφαίρα μπροστά μου να φωνάξει τους μπάτσους. Έτρεξα στα τηλέφωνα έπιασα τον μαλάκα στοργικά από τις δερματίνες, από πίσω, και του ψιθύρισα γλυκά στ' αυτάκια:

- Μπόνζο εδώ! Πέσε το κατσαβίδι και τα φράγκα και ραντεβού στου Ζήση! Ο χαλβατζής απέναντι σ' έβγαλε κάρτα κι έρχονται οι μπάτσοι!

Μου πέρασε με πολύ τρόπο τη κάλτσα με τα ψιλά και το κατσαβίδι κι έγινε Λούης. Το βράδυ πήγα στου Ζήση, με τράβηξε στον ακάλυπτο, στην αυλή του μαγαζιού, τού 'δωσα το κατσαβίδι και του πα για τα φράγκα. Είχα κωλώσει κι είχα σαβουρντίσει την κάλτσα στο συντριβάνι, δίπλα στο περίπτερο της ΔΕΗ. Μου 'πε ότι θα με κάνει τούμπανο στο ξύλο που τού φαγα το μεροκάματο, ότι θα πεθάνω, θα γαμήσει το μουνί της μάνας μου και άλλα τέτοια, μου 'χωσε και δυο σφαλιάρες, χέστηκα απ' το φόβο μου, και τελικά μ' άφησε να φύγω, αλλά τρέχοντας, γιατί πάνω στην ώρα άρχιζε και το ματς με τη Νάπολη.

* * *

Δύο μέρες μετά κι ενώ ήμουν πια σίγουρος ότι μου την είχε κάπου στημένη, κι όλα ήταν θέμα χρόνου, μου βγήκε φάντης μπαστούνι μπροστά στον Άγιο Αντώνη, δίπλα από το Μακεδονικόν το σινεμά. Έκανα ν' αρχίσω πάλι να τρέχω, αλλά τα γαμήδια τα Στράικ μου κόλλησαν στις πλάκες του πεζοδρομίου. Μπουρδουκλώθηκα κι έφυγα με τη μάπα στα σκατόνερα, βέβαιος ότι θ' άφηνα τον κόσμο με την εικόνα δύο τεράστιων μαυροκόκκινων Νάικ-Αιρ να με κλωτσοπατούν αλύπητα. Κι ενώ προσπαθούσα να χαρώ τα κλάσματα δευτερολέπτου που με χώριζαν απ' τη ρινορραγία της ζωής μου, ένα χαρτόκουτο ζαχαροπλαστείου έκανε την έκπληξη και προσγειώθηκε μπροστά στα μούτρα μου υπό τον ήχο ερώτησης άσχετης κι εκτός θέματος εντελώς:

- Ρε χοντρέ, σ' αρέσει το ραβανί;

Είχε καταφέρει βέπεις να βάλει ξανά στο χέρι την κάλτσα με τα ψιλά ο τσόγλανος, κι είχε πεί να επανεξετάσει το θέμα μου. Την προηγουμένη είχε στείλει την Ελενίτσα που δεν μασά κι είναι λοκατζής σε κάτι τέτοια, να βρει και να μαζέψει την κάλτσα που 'χα παρατήσει εγώ ο κωλόστρας την προηγουμένη. Περιφερόταν λοιπόν κι αυτή με πραγματικό ενδιαφέρον, λέει, ανάμεσα σε μακέτες υδροηλεκτρικών εργοστασίων και δειγμάτων λιγνίτη, μέχρι που σε μια στιγμή και άνετη εντόπισε από το γεφυράκι της εισόδου του περιπτέρου της ΔΕΗ την παλιά κάλτσα με τα κέρματα στον πάτο της δεξαμενής που 'ναι σαν συντριβάνι παραδίπλα. Έβγαλε τα πεδηλάκια της λοιπόν η κυρία, σήκωσε και τη φουστίτσα της και γλύστρισε απαλά στο νερό, με συνοδεία ρυθμική, οργιαστικές κραυγές για χάρη της:

- Μις, μις! Καλέ... καλέ άουτ, άουτ από κει! Φορμπότεν, καλέ! Μις, μις! Καλέ... άουτ, άουτ! Φορμπότεν, καλέ! Πουτάνες γαμώ τον τουρισμό -φορμπότεν σου λέω- και τον χριστούλι σας...

Κι αυτή δροσισμένη, δροσερή κι ευτυχισμένη, έτοιμη -για μια φορά και τέρμα- να τους χαρίσει τη ζωή, να απαντά με γλύκα και ευφράδεια...

- Καμ, καμ! Καμ μίστερ, καμ! Έλα εγώ να σε φαγκ οφ ρε! Και κλοτσώντας όλο νάζι το νερό, έδινε να πιτσιλά τον κόσμο γύρω της...

Επίπεδο, γενικά, λόουερ!

- Και το καλύτερο δεν το ξέρεις... το μωρό μου πέρασε όλο το βράδυ της εκεί, τριγυρίζοντας παντού, τρώγοντας βραστά λουκάνικα και πίνοντας μαύρη μπύρα απ' το βαρέλι. Κι ανέβηκε και στην μπαλαρίνα και στο ντάκαντα και στην ρόδα και έκανε και σκοποβολή, μέχρι που στο τέλος έμεινε μόνη της... Η τυχερούλα!

Καβάλα κι οι δυο στο πεζούλι μπροστά στον Άγιο Αντώνη, το κουτί με το ραβανί στη μέση, συνέχισε να μιλά με το στόμα γεμάτο, σκουπίζοντας χωρίς σταματημό τα χέρια στο τζην του, ένα απ' αυτά τα 501 που μπαινες στη μπανιέρα μαζί τους για να κολλούν για πάντα πάνω σου. Περιέγραφε με εξωφρενική λεπτομέρεια πως είχε καταφέρει η δικιά του να κρυφτεί πίσω από κάτι κοντέινερ όταν έκλεινε η έκθεση για βράδυ και διώχνανε τον κόσμο. Και πώς το μωρό του είχε χωθεί σκίζοντας τους μουσαμάδες με νυστέρι, στο κιόσκι του ρουφιάνου του βλάχου με τους χαλβάδες. Και πώς είχε παραγεμίσει δυο κουτάκια με ραβανί φίσκα μέχρι πάνω, πριν κατεβάσει τα βρακιά της κι αρχίσει να κατουρά παντού μαύρη μπύρα, μες στα ταψιά με τον σαπουνέ χαλβά και τα σοροπιαστά Ξάνθης, και τα σουτζούκια, μαγαρίζοντας την πραμάτεια του ρουφιανόβλαχου.

Ήμουν τόσο χαρούμενος που δεν είχα φάει το ξύλο που μου χρώσταγε, που τώρα καθόμουν και τον άκουγα με προσήλωση κι απέραντη κατανόηση κερδίζοντας ακόμη περισσότερο τη συμπάθεια του. Άσε που έτσι δεν έπερνα και ρίσκο να φανώ ακατάδεκτος σ' έναν καινούριο φίλο που 'θελε να με κεράσει ραβανί που -δεν μου το έβγαζες απ' το μυαλό- πως μια χαρά η γκόμενα του το 'χε κατουρήσει .

Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε φίλαράκια με τον Κυριάκο. Πηγαίναμε μαζί γήπεδο τις Κυριακές, τα Σάββατα κι ενίοτε τις Τετάρτες. Τρώγαμε μαζί διάφορες “ολίγες”στον “Αχνό” πάνω από την Εγνατία, αράζαμε με τις ώρες στου Ζήση, και κυρίως τον άκουγα να μιλά ασταμάτητα για τα αγαπημένα του θέματα που με σειρά αξιολόγησης ήταν τα εξής: Πρώτον, η Ελενίτσα, η φωνή της, τα μαλλιά της, τα πόδια της, τα μάτια της, τα χέρια, τα βυζιά της, κάτι κρεατοελιές που είχε στην κοιλιά της, οι άστα να πάνε ιστορίες και οι τρέλες της. Δεύτερον, κάτι απίστευτες θεωρίες για τη βαθύτερη σημασία του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ και άλλων αθλοπαιδιών, το νόημα του να παίζεις διαρκώς ξύλο με τα χουλιγκάνια, τι σημαίνει "λαός", κι αν ο ΠΑΟΚ είναι θρησκεία, πώς δεν χωνεύει τον Φίλιππα Συρίγο, καθώς και λεπτομερέστατες περιγραφές με βαθυστόχαστες, σχεδόν μεταφυσικές, αναλύσεις του περίφημου “τελικού των ξυρισμένων κεφαλιών” μεταξύ ΠΑΟΚ και Άρη, πέντε χρόνια πριν, στις 18 Απριλίου 1984 για το κύπελλο Ελλάδος στο μπάσκετ, τελικό σκορ 74-70. Και τρίτον, στο τέλος-τέλος, όλες οι σιωπές του, όταν δηλαδή το βούλωνε επιτέλους και δεν έλεγε κουβέντα για όλα όσα δεν άντεχε ούτε να τα σκέφτεται και δεν θα μου τά 'λεγε άλλωστε ποτέ ούτε και μένα, όσο τουλάχιστον ήταν ακόμα ζωντανός. Και στο κάτω-κάτω αν ήθελε να μου πει γι' αυτά, δεν θα μου έλεγε για τ' άλλα... Γιατί, όπως και να 'χει, στο τέλος πάντα πρέπει να διαλέξεις απ' τα δύο τι θέλεις. Οπότε κράτα τα άλλα κι αυτά άστα....

Το σίγουρο όμως τώρα ήταν ότι το κατέβασμα στην Αθήνα είχε καεί για τα καλά ...

* * * *

- Πως μιλάς έτσι για τη θεια μου ρε μαλάκα! Σεβασμό ρε... την έχω σαν δεύτερη μάνα ρε σου λέω!

- Και τι σημαίνει αυτό ρε Μπόνζο; Δηλαδή η δικιά σου η μάνα δε γαμιέται; Πώς την είδες τη δουλειά ρε; Κι εσύ πώς ήρθες στον κόσμο ρε; Με το 31 το λεωφορείο "Βούλγαροι-Σφαγεία"; Μαλάκα ανώριμε...

Πασάλειψα με την ανάποδη του χεριού τις στάλες του φραπέ στα βιβλία μου, τον κοίταξα στα μάτια, και του την μπήκα αργά και θεατρινίστικα, τονίζοντας σπαστικά την κάθε συλλαβή:

- Αν ήθελα να σου μιλήσω για τη μάνα μου, δεν θα σου μιλούσα για όλα τ' άλλα. Γιατί, όπως και να 'χει, στο τέλος πάντα πρέπει να διαλέξεις απ' τα δύο τι θέλεις. Οπότε κράτα τ' άλλα κι αυτό άστο....

Ενός λεπτού σιγή για μένα και πιο σιγά ψιθύρισα:

- Χοντρός και βλάκας...

- Ποιος το λέει αυτό ρε;

- Εγώ το λέω! Εγώ!


(συνεχίζεται)

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

3."Τα χρυσά κουτάλια" [Τελευταίος Σολομός στο Παρίσι-3]

- Τελείωσες; Δεν θα το φας αυτό;
- Ποιο;
- Αυτό... αυτό... εκεί που δείχνω! Τον σολομό ρε μαλάκα!

Καλά, το τελευταίο θα μπορούσε και νά λειπε. Αλλά... άστο. Δεν είμαστε και κολλητοί δα! Λέει ότι με ξέρει από Μπερλίν, αλλά δεν μου λέει τίποτα η μούρη του. Φοράει κάτι χοντρά γυαλιά ηλίου σαν μύγα κι ακούει συνέχεια μουσική από το γουόκμαν στο τέρμα. Το αποτέλεσμα είναι ότι όταν μιλάει ουρλιάζει σαν να τον σφάζουν και το βλέμμα του είναι όπου να ναι χαμένο. Η “κοπελιά του”, λέει, κάνει ντοκτορά γλωσσολογία στη Σορβόνη και πα να την δει για το Πάσχα. Αυτός έχει τελειώσει λογιστική ΤΕΙ, την ψάχνει για ντι-τζέι, αλλά προσωρινά δουλεύει στο ανθοπωλείο της μάνας του. Οπότε γράψε σκατά ντι-τζέι, γλάστρες στα μαιευτήρια, στεφάνια στις κηδείες, τρεις δραχμές τα γιασεμιά.

Όσο για το "κοπελιά"... κάθε φορά που το ακούω, κυρίως από κάτι αριστεριστές πολυτεχνίτες με κοτσίδες, μου 'ρχεται να πάω μπροστά στο αίθριο της σχολής τους και να ξεράσω στα τραπεζάκια και τα μούτρα τους. Που δεν τους αντέχω με τίποτα. Κι αυτούς και τις ψαγμένες τους τις γκόμενές που όταν καταδέχονται να σου μιλήσουν στα πάρτη στα γρασίδια της Γεωπονικής, ξεκινούν κάθε φράση με ένα εξυπνακίστικο "δεν καταλαβαίνεις, να σου εξηγήσω". Ναι, δεν καταλαβαίνω και για εξήγησέ τα μου όλα “κοπελιά”. Μη με βλέπεις έτσι βλάκα και συναισθηματικά ανώριμο, που όντως είμαι. Για σένα θα είμαι πάντα ο περίεργος να μάθω. Τεσπά.

Δεν τον ήξερα λοιπόν τον φίλο απ´το Μπερλίν -γυαλί μύγα, γουόκμαν, φωνή και βλέμμα ότι να´ναι. Ούτε αυτόν ούτε την “κοπελιά” του. Στις αναχωρήσεις τον γνώρισα. Κι αν δεν την είχε κάνει η Μαρία με τον Έρασμο για Γαλλία θα μπορούσα άνετα να τινάξω τα πέταλα χωρίς ποτέ να μου λείψει η γνωριμία του. Άσε που εγώ, από ένα σημείο και μετά, Κορομηλά πατούσα σπανίως, άντε καμιά φορά -στο πολύ αραιό όμως- παραδίπλα στο Λούκι για μπύρες. Ποιο Μπερλίν λοιπόν; Με τον Νίκο και τους άλλους είμαστε όλο ταβέρνες και ρετσίνα, ταβέρνες και ρετσίνα, λες και είμαστε ετεροθαλή χαμένα αδέρφια των Γεωργιάδηδων. Θετικό στοιχείο, αδιαμφισβήτητο, και μόνο τώρα που τον κόβω καλύτερα: Ο φίλος καπνίζει Κάμελ μαλακούλι! Κοίτα να δεις... η δεύτερη μάρκα μου! Όπως λέμε "δεύτερη πατρίδα".

*

Ο φίλος από το Μπερλίν -γυαλί μύγα, γουόκμαν, φωνή και βλέμμα ότι να´ναι- συνέχιζε να δείχνει με το δάχτυλο το πλαστικό -χρώμα "πράσινο μιλιτέρ"- πιατάκι στην άκρη του δίσκου και να ρωτά ουρλιάζοντας στ' αυτί μου:

- Θα το φας αυτό; Ε; Θα το φας; Θα τον φας τον σολομό ρε μαλάκα;

Τρεις και ο κούκος είμαστε στην πρωινή πτήση. Λαγοκοιμούνται όλοι και οι αεροσυνοδές είναι κι αυτές στο χαλαρό, μαζεμένες στην ουρά δίπλα στις τουαλέτες. Χασκογελούν. Μία καπνίζει και μια άλλη έχει βγάλει τα παπούτσια και τρίβει τα πόδια της πάνω από τις νάιλον κάλτσες. Την κόβω διακριτικά στα αριστερά μου, πάνω και πέρα απ' το κεφάλι του μαλάκα. Σε μια στιγμή, ξαφνικά και σαν ερασιτέχνισσα αστραπή, σηκώνεται και στέκεται ξυπόλυτη δίπλα μας. Με μια κίνηση “μη σε γαμήσω” τραβάει τ' ακουστικά από τ' αυτιά του άλλου και με τόνο φωνής απροσδιόριστο, όπως και η ηλικία της άλλωστε, μας αμολά ένα συριστικό κι αδιαπραγμάτευτο:

- Σουτ! Μην ουρλιάζεται κύριε! Κοιμάται ο κόσμος!

Κι ύστερα κοιτώντας προς το μέρος μου πιο πολιτισμένα, καίτοι σαφώς επιτιμητικά :

- Κι εσείς τελειώνεται να μαζεύω τον δίσκο! Δεν είναι παιχνίδι το φαγητό. Μόνον εσείς μείνατε!

Και καπάκι και η ειρωνεία και γελάκια από τις συναδέλφισσες στη γωνία :

- Ή μήπως να τα τυλίξουμε για το σπίτι;

Την κοίταζα στα μάτια επίμονα σαν να 'ταν η δασκάλα μου στο δημοτικό, εκλιπαρώντας για επιείκεια λίγο πριν αρχίσει τα σκαμπίλια, όταν από παντού άρχισαν να ανάβουνε φωτάκια, ηλεκτρονικά κουδουνάκια να χτυπούν, ενώ χάναμε τον κόσμο για πάντα. Η βαρύτητα τα είχε πάρει ξαφνικά και βίαια με την πάρτη μας. Η ξυπόλυτη αεροσυνοδός έφυγε τούμπα στο διάδρομο, ο δίσκος έφυγε απ' τα πόδια μου ιπτάμενος και γριές που πάντα βρίσκονται άφθονες στα μέσα μεταφοράς σε περίπτωση δυστυχήματος ακούγονταν στο βάθος: “Αχ! Παναγία σώσε”. Αναταράξεις! Πέφτουμε! Πέφτουμε! Σφίχτηκα να μην ουρλιάξω, αλλά ένα παραπονιάρικο “όχι ρε γαμώτο”, διέρρευσε από τις φλέβες στα μηνίγγια μου.

Καλά είχα γίνει ρόμπα με το όλο σκηνικό, αν κι από μικρός είχα συσσωρεύσει ανεξάντλητα αποθέματα αντοχής στην ξεφτίλα. Κολλημένος στο κάθισμα, κοκαλωμένος σαν να 'χα βγάλει τον τέτανο κοιτούσα το φιλαράκι απ' το Μπερλίν πως άνετο είχε κάνει μια χαψιά με τη σειρά και ταυτοχρόνως: ένα φιλέτο καπνιστό σολομό, μια φέτα ψωμί ολικής αλέσεως κι ένα πακετάκι βούτυρο -μαζί με τ' ασημόχαρτο! Και βάλε και μια φέτα λεμόνι, συν μια ντοματίτσα-κεράσι στο χέρι για τον δρόμο. Το κτήνος είχε καταφέρει μ' ένα πράγματι θεϊκό σπάσιμο της μέσης του στον αέρα, ν' αρπάξει, ιπτάμενος, και μες στον πανικό το πλαστικό -χρώμα πράσινο μιλιτέρ- πιατάκι του δίσκου μου, να καταπιεί, χλάπατης–χλούπατης, το ποθητό περιεχόμενό -πλην ντοματίτσας-κεράσι - και τώρα απλά έφτυνε το ασημόχαρτο από το πακετάκι με το βούτυρο και τη φλούδα απ' το λεμόνι. Όλα αυτά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, κι ενώ κουνιόμασταν σαν μέσα σε πλυντήριο, κι ενώ η ξυπόλυτη αεροσυνοδός έψαχνε ακόμη, παραπατώντας, τα παπούτσια της. Ποιος ο λόγος λοιπόν να τον αρχίσεις στις μάπες τον αναίσθητο καριόλη αυτή την στιγμή; Τζάμπα η αρνητική ενέργεια. Έτσι κι αλλιώς, όπου να 'ναι, συντριβόμαστε στις Άλπεις.

* *

Είκοσι δια πέντε, Τέσσερα. Και εξήντα δια τέσσερα, δεκαπέντε. Γιατί από τις πέντε και είκοσι που μ' άφησε το ταξί στη Μίκρα και μέχρι τώρα είναι πέντε ώρες. Και δεν υπολογίζω καν τον χρόνο που πέρασα να κοιτάζω την όμορφη άγνωστη που έκλαιγε ασταμάτητα και για τους δικούς της λόγους στην ουρά του ελέγχου των εισιτηρίων. Ακόμα κλαίει άλλωστε, κάποια καθίσματα πιο πέρα. Ασταμάτητα, την άκουγα από την αρχή και μέσα στην σιωπή, όταν παύω να αναπνέω, την ακούω ακόμα. Κι ίσως και για πάντα. Όλα αυτά λοιπόν μας κάνουν χονδρικά ένα τσιγάρο ανά τέταρτο της ώρας. Συνεπώς, ουδεμία έκπληξη που δεν μου έχουν μείνει παρά οι γόπες στο τασάκι του μπράτσου του καθίσματος. Έχοντας φυσικά υπόψιν αυτό που και οι πέτρες ακόμη γνωρίζουν: ότι δηλαδή τα Πρινς-Μίντιουμ πωλούνται αποκλειστικά σ' εικοσάρι πακέτο.

Πολύ καλά λοιπόν! Και τώρα τι κάνω; Και πως θα γιορτάσω εγώ την θαυματουργή ανεύρεση των παπουτσιών της αγαπημένης μου αεροσυνοδού και την -τουλάχιστον το ίδιο θαυματουργή- διάσωση όλων μας, μου λέτε; Χωρίς τσιγάρο, τρυφερά αγκαλιασμένος με τις άφθονες γιαγιάδες της πτήσης μας να σταυροκοπιούνται ακόμα, ουρλιάζοντας εκστασιασμένες και κατά τρόπο κάπως ύποπτα φιλήδονο για την ηλικία τους:

- Μπράβο πιλότε! Μπράβο το παλικάρι! Μπράβο και πάλι μπράβο! Ζήτω! Ζήτω!

Ξετσίποτες! Αδειάζω τις μέσα στα νεύρα κι υγροποιημένο φόβο αεροπλάνου τσέπες μου, αλλά δεν έχει φυτρώσει κανένα πακέτο εν αγνοία μου. Μόνο ένα ροζ ιδρωμένο καρτονάκι στο οποίο μου 'χει στα γρήγορα γράψει ο Γιάννης, με κάτι χάλια παιδικά γράμματα που κάνει, ακατανόητες φράσεις που όπως και να το κάνουμε θα έχουν πάντα κάτι από το Αι Λέξεις” του Εμπειρίκου:

Ζε βουντρέ παρλέ αβέκ Μαριά σιλβουπλέ.

Σαμπρ ντε σεντ ουίτ.

“Γκαρ ντι νορ.

Ζε νε παρλ πα φρανσέ.

“Και γκλόρια - γκλόρια ιν εξέλσις!”

Σε σαράντα λεπτά, αν όλα πάνε καλά, είμαστε Παρίσι. Το ραντεβού με τη Μαρία είναι στις μία στον Σταθμό του Βορρά. Αυτή την ώρα θα πρέπει να 'ναι ήδη στο τραίνο που θα την φέρνει απ' τη μικρή, πλην όμως ιστορική, πόλη του Αρράς: Γενέτειρα του Μεγάλου Ροβεσπιέρου, τόπος θανάτου του ηρωικού Νταρτανιάν, θέατρο της αιματηροτάτης ομωνύμου μάχης στα 1917, έδρα του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Κατάρτισης Δασκάλων της επαρχίας του Νορ-Πα-Ντε-Καλέ, και, τέλος, όνομα γαλλικής πόλης με πέντε γράμματα στα σταυρόλεξα της θείας Ρίτσας.

* * *

- Ντοματίτσα–κεράσι;

Η φωνή-ουρλιαχτό του άγνωστου φίλου απ' το Μπερλίν -γυαλί-μύγα, γουόκμαν, φωνή και βλέμμα ότι να´ναι- και η παλάμη του ανοιχτή μπροστά στα μούτρα μου, με τον ερυθρόδερμο καρπό στη γουβίτσα.

- Καλύτερα να κεράσεις τσιγάρο, ω άγνωστε φίλε, γιατί ξέμεινα.

- Ό,τι θέλει ο φίλος μου. Ορίστε! Τσιγαράκι για τον φίλο μου!

Πήρα στα χέρια το καλά γεμάτο πακέτο με τα μαλακούλια Κάμελ -δεύτερη μάρκα μου. Και άρχισα τη μοιρασιά στο άνετο:

- Ένα για μένα, ένα για τον άγνωστο τον φίλο μου απ' το Μπερλίν, και το ρέστο το πακέτο... για τον καπνιστό τον σολομό που κάποιος αναίσθητος καριόλης μου χλαπάκιασε τη στιγμή της μεγαλειώδους, παρά τρίχα, πτώσης μας στις Άλπεις!

Έσπρωξα με περίσσια χάρη το μαλακούλι πακέτο στην τσέπη του παντελονιού μου κι ένα εκδικητικό χαμόγελο ήρθε και φύτρωσε στη μάπα μου ανθίζοντας προς το μέρος του φίλου που 'χε μείνει να με κοιτάζει μαλάκας. Άφησε δυο δευτερόλεπτα να φύγουν στον αέρα κι άρχισε την κλαψομούνικη πρόζα του:

- Καλά μη γαμιέσαι τώρα! Αφού δεν θα τό τρωγες ρε παπάρα! Σε ρώτησα και δεν είπες τίποτα! Για μια μπουκιά καπνιστό σολομό ρε αρχίδι; Ένα πακέτο για το τζάμπα ψάρι της Ολυμπιακής ρε γύφτο; Αν ήθελες τσιγάρα να το έλεγες θα στά δινα στο έτσι! Αλλά εσύ είσαι μεγάλος πούστης! Γαμήσου τώρα! Τώρα γαμήσου... Σιχτίρ!

Είχε γίνει φουρφούρι ο τύπος. Μες στην τσαντίλα και την οργή, είχε καταφέρει σε κλάσματα δευτερολέπτου να γίνει πύραυλος και να φτάσει στον πλανήτη που κατοικούν όλοι αυτοί που έχω απογοητεύσει και προδώσει από παιδί. Είχε βγάλει τα γυαλιά–μύγα και τα μάτια του φαινόντουσαν κάπως πρισμένα, σαν να το πήγαινε για κλάμα. Είχε εγκαταλείψει μαζί μου και τώρα με το κεφάλι αφημένο στο προσκέφαλο του καθίσματος, έκανε τον κοιμισμένο. Δεν αντέδρασα καθόλου. Ούτε κιχ δεν βγήκε απ' το στόμα μου. Ψυχρός κι αδίστακτος, είχα καταφέρει να του φάω ένα πακέτο τσιγάρα με τον τσαμπουκά και ήμουν περήφανος γι' αυτό. Είμαι μεγάλο αρχίδι τελικά. Το λαμπάκι “προσδεθείτε και μη καπνίζεται” άναψε απέναντι. Έσβησα το τσιγάρο στη μοκέτα και χάιδεψα το πακέτο με τα μαλακούλια τα Κάμελ πάνω απ' την τσέπη μου.

* * * *

Ένα μεταλλικό κουταλάκι με στάμπα Ολύμπικ Άιργουέις είχε παραπέσει στα πόδια μου κι εγώ προσπαθούσα να το μαζέψω με το πόδι χωρίς να λύσω τη ζώνη μου. Όταν το κατάφερα επιτέλους, πήγα να το καβατζώσω στη τσέπη μου διακριτικά, μήπως το έδινα δωράκι περίεργο στη Μαρία που της αρέσουν κάτι τέτοια. Ο πληγωμένος φίλος απ' το Μπερλίν πρέπει να το πήρε πρέφα γιατί φόρεσε ξανά το γυαλί και άρχισε και πάλι να μου μιλά σαν να μην έτρεχε τίποτα:

- Μαλάκα μου άκου να δεις ιστορία: Η μάνα μου, όταν ήμουν μικρός, έλεγε ότι ο Ωνάσης, όταν έφτιαξε την Ολυμπιακή, όχι μόνο είχε βάλει και γαμώ τα φαγητά, καπνιστό σολομό και τέτοια, αλλά είχε βάλει και όλα τα κουτάλια χρυσά από πάνω! Χρυσά μαλάκα μου, το φαντάζεσαι; Χρυσά! Μετά από καιρό λοιπόν πάνε και του λένε του γέρου: “Αυτοί οι τσίπιδες αφεντικό μας κλέβουν τα χρυσά κουτάλια και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Να τους αρχίζουμε στο ξυλίκι και τις γρήγορες κάθε που θα πιάνουμε έναν;” Και τι γυρνάει και τους λέει ο άρχοντας νομίζεις; Ε; Τι τους λέει; Όχι εσύ να μου πεις τί τους λέει... Τους λέει -μ' ακούς;- τους λέει: “Ίσα από δώ ρε! Τα χρυσά κουτάλια είναι για το λαό! Αφήστε να τα κλέβουν κι αυτοί οι κερατάδες θα 'ρχονται και θα ξανάρχονται και μόνο μ' Ολυμπιακή θα πετάνε! Τό πιασες; Ρε τον γέρο...

Ένας γδούπος, ήχος από σπινάρισμα, ταρακούνημα κι οι γιαγιάδες άρχισαν πάλι τα σταυροκοπήματα και τις πουτανιές και τα ζήτω και παλαμάκια για τον πιλότο που τα είχε και πάλι καταφέρει το παλικάρι μας. Καθώς τροχοδρομούσαμε, ο φίλος έγυρε με τρόπο και με ρώτησε κάπως στο εμπιστευτικό :

- Δεν λες τίποτα κι εσύ μωρέ! Μάλλον μούφα η ιστορία της μάνας μου με τα χρυσά κουτάλια ε;

- Εντελώς...

απάντησα κοφτά, με σιγουριά και μια τόσο επιδεικτική συγκατάβαση που το μετάνιωσα αμέσως. Αρκετά τον είχα πικράνει τον τύπο για σήμερα κι είπα ν' αμολίσω και μια λυρική, σοροπιαστή αρλούμπα της στιγμής μπας κι αλφαδιάσει κάπως η κατάσταση. Πήρα λοιπόν κι ένα ύφος ασορτί και την άφησα αργά να μου φύγει:

- Από την άλλη κανείς δεν ξέρει! Ίσως με το καιρό να χρυσώνουν από μόνα τους όταν τα κλέβεις! Σαν τη θεία μου την Ρίτσα ένα πράγμα, που όταν δεν λύνει σταυρόλεξα, χώνει πασχαλινά κόκκινα αυγά στο εικονοστάσι και λέει ότι με τον καιρό γίνονται κεχριμπάρι. Ίσως να πιάνει το κόλπο και με τα ινοξ κουταλάκια από τ' αεροπλάνα λοιπόν!

- Και δουλεύει; γίνονται κεχριμπάρι;


τσίμπισε αυτός,

- Πρέπει να το πιστεύεις πολύ όμως γιατί αλλιώς σαπίζουν!

- Κι εσύ το πιστεύεις;

Λαμπρά! Ο άσχετος είχε κάνει την ερώτηση ΣΟΣ, αυτή που μπορεί τώρα και πάντα να σε στείλει στη χώρα του "Ποτέ-Ποτέ". Έπρεπε να το κόψω λοιπόν μαχαίρι, στα γρήγορα, πριν καταλείξω χέρια-μούτρα στη λάσπη. Προσπάθησα να πάρω ύφος, αλλά δε μού βγαινε στ' αλήθεια και στο νατουρέλ:

- Πιστεύω... πως δεν πιστεύω... Πιστεύω, δηλαδή, όταν δεν μπορώ να κάνω αλλιώς φιλαράκι. Ας πούμε, όταν έχει γαμηθεί το σύμπαν και δεν έχει απομείνει τίποτ' αλλο από σκόνη, θρύψαλο και μπάζο. Ξέρεις, όταν δηλαδή τα πάντα γύρω μοιάζουν νά 'αι ντυμένα στο γιαλόχαρτο για να σε γδέρνουν στα χάδια. Ή όταν όλα είναι μόνο ξυράφια -με πιάνεις;- και κάτι σκουριασμένες πρόκες, ανάποδες, σε παλιά σανίδια. Έτσι που σου λέω. Εντελώς της πουτάνας δηλαδή... Εντελώς. Μόνο τότε πιστεύω. Και πάλι για λίγο! Πολύ λίγο! Μια κλανιά πίστη ένα πράμα...

- Βρε, τί μας λες; Κι αν τελικά γίνεται στο τέλος; Δεν θα πιστέψεις δηλαδή;

- Ποιος ξέρει, ίσως με τον καιρό, με το χρόνο... και στο φινάλε, δεν έχω ιδέα μωρέ φιλαράκι. Τι να σου πώ; Θα δοκιμάσω μ' αυτό το κλεμένο κουταλάκι όμως! Σου δίνω τον λόγο μου! Ο-κέι; Θα το πιστέψω πολύ, και για χρόνια πολλά αυτό το κλεμμένο κουταλάκι της Ολυμπιακής! Θα φάω τα πάντα μ' αυτό το κουταλάκι που βλέπεις. Και σκατά ακόμα. Ό,τι και να γίνει θα το σκέφτομαι συνέχεια, συνέχεια κι αν τελικά πιασει το κόλπο κι αρχίσει να χρυσώνει, λόγω τιμής, εγώ θα περάσω απ' το Μπερλίν να στο πώ.

- Σίγουρα ε; Δεν θα με γράψεις στ' αρχίδια σου. Γιατί εσύ είσαι και λίγο κωλοπαιδαράς... Θα περιμένω εγώ, να ξέρεις... Θα περιμένω πολύ, κι ίσως και για πάντα!

- Μείνε ήσυχος σου λέω! Να κεράσω τώρα τσιγάρακι τον φίλο μου;


(συνεχίζεται)

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

2."Tα σάπια" [Τελευταίος Σολομός στο Παρίσι-2]

Από τότε που μένω μόνος κοιμάμαι στο πάτωμα. Το κρεβάτι είναι μόνο για παρέα, έχει καιρό λοιπόν που δεν άλλαξα σεντόνια. Έχω βγάλει και μιαν απίθανη ιστορία ότι, τάχα, με πονά η μέση μου και μου το σύστησε ο γιατρός και παπαριές. Την λέω όταν τίποτα σπάστες μουσαφίρηδες ρωτάν για τον υπνόσακο που μένει πεταμένος στην άκρη. Δεν με πιστεύουνε μάλλον, αλλά εγώ έχω προλάβει στο μεταξύ με μιαν ακροβατική κίνηση να χώσω τον υπνόσακο στην ντουλάπα, ρωτώντας στο άνετο αν θέλουνε καφέ. Συνήθως θέλουνε κι εγώ τους φτιάχνω.

Έχει πολύ καιρό που της είπα πως δεν θα με ξαναβρεί ποτέ μπροστά της. Ήταν κάποια κλάσματα δευτερολέπτου αφού μου είχε πει ότι ποτέ πια δεν θα με φιλούσε στα ξαφνικά στον δρόμο. Χρειάστηκα λίγες μέρες, γιατί μ´αυτό το τελευταίο η γλυκιά μου όχι μόνο είχε περάσει για τα καλά τον πήχη γράφοντας προσωπικό ρεκόρ, αλλά επιπλέον , δρατόμενη της ευκαιρίας, μου τον είχε θριαμβευτικά και στην ψύχρα καρφώσει στ' αριστερό τ' αυτί μου, το καλό, αυτό που το 'χω να κολλώ τ' ακουστικό του τηλεφώνου. Είχε πάρει ήδη τα πράγματα της κι είχε αφήσει τα κλειδιά μου στο ράφι. Έτσι έκλεισα το τηλέφωνο και δεν την είδα ποτέ ξανά. Δεν ξέρω που μένει, δεν ξέρω τι κάνει, δεν ξέρω κι αν ζει. Εξαφάνισα μεθοδικά όλα της τα ίχνη, απαγόρευσα κάθε αναφορά στο όνομα της και λίγο έλειψε να την εξαφανίσω κι από κάτι φωτογραφίες που τελικά προτίμησα με προσποιητή απλότητα να κάψω. Έκτοτε καλλιεργώ ένα στιλάκι πολύ “Εγώ είμαι ο Στάλιν των συναισθημάτων σύντροφοι... Στη Σιβηρία όλοι! Ζω! Ζω! Εγώ σας οδηγώ ! Νασντρόβια”, και τα λοιπά, και τα λοιπά και άλλα αξιολύπητα.

Αν λοιπόν εξαιρέσει κανείς την εποχή που βγαίνουν τα ροδάκινα, δεν τα καταφέρνω κι άσχημα με την απουσία. Μια χαρά την παλεύω. Όλον αυτόν τον καιρό μόνο μια φορά μου έλειψε στ' αλήθεια. Μια Τετάρτη του περασμένου Αυγούστου, την ώρα που σχολούσε η λαϊκή στο βουλεβάρτο που περνά μπροστά απ' το σπίτι μου. Βγήκα για τσιγάρα κι όλος ο δρόμος μύριζε απ' τα μαλλιά και το δέρμα της λεγάμενης. Στεγνό, απαλό και λείο, παρά τις άπειρες παιδικές πληγές στα γόνατα, αρκούσε η αντηλιά για ν' αρχίσει να μαυρίζει από τον Φλεβάρη κι ύστερα. Κανένας περίεργος μεσημβρινός, κανείς λευκός παράλληλος δεν έγραψε ποτέ την διαφορά των εποχών πάνω της. Γυμνή την έψαχνα να δω που αρχίζει και πού τελειώνει το καλοκαίρι στην βάση της πλάτης της. Μάταιο κι αυτό ανάμεσα στα τόσα άλλα.

- Τί ψάχνεις χαζέ; Σαν την μάνα μου κι εσύ... Αφού δεν φοράω μαγιό! Καταργήθηκαν!

Μύριζε πάντα ροδάκινο και το πιο εκπληκτικό ήταν ότι είχε κι ένα λεπτό ξανθό χνούδι που την έκανε να μοιάζει ακόμη περισσότερο με φρούτο.

Στεκόμουν τώρα άσκοπα έξω από το καπνοπωλείο με τα ρέστα στο χέρι. Μύριζα δύσπιστος το άρωμα απ' το σαπούνι της και κοίταγα με εμμονή γύρω και τριγύρω για να πετύχω το πέρασμα της. Δεν θα είχε πάει μακρυά. Προχώρησα γρήγορα προς την οδό Αλεξάνδρου Δουμά αναπνέοντας λαχανιαστά το άρωμα του αέρα, γεμάτος περιέργεια που είχε βρεθεί κάποιος Αύγουστος μήνας, ικανός να την κρατήσει στο Παρίσι. Οι δικοί μου Αύγουστοι, μήνες χωρίς πολύ ήλιο και με καθόλου θάλασσα, δεν τα 'χαν καταφέρει ποτέ μαζί της. Τριάντα μέτρα πιο κάτω από το φαρμακείο ήθελα να τη δω οπωσδήποτε, αλλά καμιά περαστική δεν της έμοιαζε. Θα τά ´δεινα όλα ρε γαμώτο κείνη τη στιγμή για μια καλή κοντινή ματιά πάνω της σε κόντρα πλονζέ χωρίς να πάρει μυρωδιά. Ή έστω μια μικρή απελπισμενη παρεξήγηση με καμιάν άγνωστη βρε αδερφέ, του τύπου “συγγνώμη σας πήρα για κάποιαν άλλη”. Αντί γι' αυτό, κενό απόλυτο, σουλούπια άσχετα, χωρίς το ποθητό σχήμα και μιαν όλο και πιο βαριά, υγρή μυρωδιά ροδάκινο να μου βγαίνει απ' τ' αριστερά του δρόμου. Γύρισα με τρόμο και κοίταξα με φρίκη.

Μετά, για ώρα πολύ καθισμένος στο απέναντι παγκάκι, αγκαλιά σχεδόν με μια ντάνα καφάσια σάπιους ευωδιαστούς γιαρμάδες και μαραμένα λάχανα, άναβα τσιγάρο με τσιγάρο χαζεύοντας πώς ξεκωλιαζότανε το μυγομάνι γύρω μου. Ό,τι σημαντικότερο για μένα στον κόσμο κείνη την μέρα, τελικά, ήταν σαπάκια απούλητα απ' τους μανάβηδες μιας λαϊκής τον Αύγουστο. Συνέχισα για κάμποσο ακόμη να κάθομαι ατάραχος, ενώ δίπλα, πάνω μου και μέσα γινότανε της γενικής αποδόμησης. Στο τέλος ένιωσα τα μπατζάκια μου βρεγμένα απ' τα νερά του συνεργείου του δήμου που καθάριζε με τη μάνικα, με τσαμπουκά και υψηλή πίεση, ό,τι 'χε απομείνει ακόμα απ' αυτήν. Σηκώθηκα να φύγω στα βιαστικά, αφήνοντας έναν ολόκληρο καινούργιο καπνό, χαρτάκια κι αναπτήρα αμανάτι στις μύγες.

Την είχα ακούσει για τα καλά με σάπια ροδάκινα και ποικίλες αναθυμιάσεις, ιδρωμένος - μούσκεμα, μες στο μυγόχεσμα. Ποιος "Απρίλης" μαλάκα 'Ελιοτ... Αύγουστος! Αύγουστος "ο μήνας ο σκληρός". Τόσα ξέρεις όμως κι εσύ έρημε! Έπιασα το τηλέφωνο με την ευφυΐα και τη αποφασιστικότητα κουζινομηχανής που τ' αλέθει όλα στη στιγμή. Βρήκα το νούμερο. Κλήση. Κλήση. Κλήση. Κλήση. Αναμονή. Αναμονή. Τηλεφωνητής. Τηλεφωνητής; Ευτυχώς! Δεν περιμένω. Κλείνω. Γρήγορα! Γρήγορα! Τσιγάρο. Τσιγάρο! Τσιγάρο; Πού είναι; Πού είναι;

Χαμένοι! Χαμένοι κι οι δυό κι ίσως για πάντα...

Αυτή μακρυά. Μακρυά, κάπου, εκεί που δεν ξέρω. Κι ο καπνός στο παγκάκι.

(συνεχίζεται)

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2008

1."Ψαροφαγία" [Τελευταίος Σολομός στο Παρίσι-1]


Αν δεις ψάρια στον ύπνο σου, σημαίνει λαχτάρα, τρόμο και τρελό πανικό. Δεν είναι καλό όνειρο τα ψάρια αλλά έτσι κι αλλιώς ούτε στον ξύπνιο να τα βλέπω δε θέλω τα γαμημένα. Δεν αντέχω τη μυρωδιά, δεν αντέχω τη γεύση τους. Δεν γουστάρω ανέκφραστα βλέμματα σε τηγάνια, κατσαρόλες και φούρνους. Δεν γουστάρω τα δράματα τα μαγειρεμένα μες στα κουρκούτια, τις ντομάτες και τα σκόρδα. Δεν τα τρώω, Ποτέ. Πουθενά. Στις ψαροταβέρνες πάντοτε παραγγέλνω, άνετος κι ωραίος, φιλέτα και πατάτες τηγανιτές και τα χώνω άσχημα, σαν κεραυνούς στους άλλους. Τους καραγκιόζηδες ντε φίλους μου που σηκώνονται με ύφος πολύ "ο γέρος και η θάλασσα" να διαλέξουν τα φρέσκα, μην μας γελάσει ο μάστορας και σπρώξει κατεψυγμένα τάχα μου. Κι αρχίζουν τα "όχι εγώ τα κοιτώ στο μάτι και ξέρω" ενώ "εσύ το κοιτάς στο λέπι και δεν ξέρεις" και "μικρός εγώ είχα απόχη και ξέρω", "και γώ ψαροντούφεκο" και σκατά ξερά στα μούτρα μας. Και να σου να πετιέμαι κι εγώ στα κουλά:

- Κι ένα φιλέτο όπως γουστάρεις μάστορα για μένα καθ'ότι εγώ ποτέ δεν έκανα τσομπάνης, κι από γατί να 'ναι εγώ χαμπάρι δεν παίρνω.

Με το που σκάσουν τα φιλέτα λοιπόν και πριν προλάβει η απορία να φτάσει στο μάτι των ομοτράπεζων που γουσταρουνε ψαρίλα, τους τη λέω πρώτος εγώ, σφαίρα να τους προλάβω, κοφτά κι απότομα:

- Σ' αρέσουν τα ψαράκια; Ε, μαλακία σου! Τα ψάρια τυφλώνουν μαλάκα! Και καρκίνους και καρδιές, τα γαμάνε όλα τα κωλόψαρα! Δεν το ξέρεις; Ε και; τό μαθες τώρα! Άντε γκιτ τώρα και φτου σκόρδα μην ματιάξεις το φιλέτο λιγούρη!

Με τις γυναίκες είναι το ίδιο χάλια... Υπάρχουν πρώτα αυτές που την έχουν δει ιεραπόστολοι της ψαροφαγίας. Μ' αγαπάνε λένε και με νοιάζονται. Για το καλό μου θέλουν να με μάθουνε λοιπόν να τα τρώω, γιατί κι αυτές κάποιος τις έμαθε και τα τρώνε. Κάποιος μπαμπάς, κάποια μαμά, ένα καλοκαίρι στη Χαλκιδική στις διακοπές, είχανε τον τρόπο τους αυτοί... κι έτσι, έμαθε αυτή, κι έτσι, θα μάθω κι εγώ... Φυσικά και τους περνά απ' το μυαλό ότι κι εμένα δεν με βρήκανε στα λάχανα κι ότι και μάνα και πατέρα έχω και ότι όλο στη Χαλκιδική πηγαίναμε κι εμείς τα καλοκαίρια. Ναι, αλλά εδώ είναι και το χοντρό το κόλπο, εδώ φαίνεται πόσο πουτάνα είναι η αγάπη της. Ήμουνα άτυχος εγώ και κακομοίρης τάχα μου. Δεν ξέρανε τα κόλπα οι δικοί μου κι ίσως να μη μ' αγαπούσαν κιόλας στ' αλήθεια και γι' αυτό δεν ασχολήθηκαν. Γι' αυτό δεν τρώω τα ψάρια λοιπόν, γιατί δεν μ' αγαπούσαν οι γονείς μου. Δεν το λέει ποτέ στα ίσια, μα το πιστεύει ακράδαντα. Σκέτος εφιάλτης η παιδική μου ηλικία στα μάτια της κι ίσως γι αυτό και να μαι έτσι που είμαι και όπως φαίνομαι. Το σκέφτεται αναμφιβόλως. Να μην ανησυχώ όμως. "Αυτή είναι τώρα εδώ για μένα και θα με φροντίσει, γιατί αυτή μ' αγαπάει στ' αλήθεια".

Έχει τον τρόπο της λοιπόν να γίνεται δεύτερη μανούλα για μένα. Μόλις αδειάσει το στόμα της από τον τηγανιτό γαύρο χώνει στα ξαφνικά τη γλώσσα της στο στόμα μου να συνηθίσω τη γεύση. Σιγά σιγά. Κι εγώ γουστάρω γιατί συνηθίζω την δίκη της γεύση και στ' αρχίδια μας ο τηγανιτός γάβρος που σίγουρα δεν αρκεί να θεραπεύσει τα παιδικά μου τραύματα. Το στόμα της έχει για λίγο τη γεύση του μουνιού της. Χαίρεται λοιπόν κι αυτή που νομίζει ότι τα καταφέρνει μαζί μου και μ'έχει του χεριού της! Το λέει μέσα της και καυλώνει στη σκέψη της. Χαίρομαι κι εγώ που νομίζω ότι δεν καταλαβαίνει Χριστό! Το λέω μέσα μου και καυλώνω με τη γεύση της. Αυτά τα μαθήματα ψαροφαγίας ολοκληρώνονται λοιπόν σχεδόν πάντα με τον ένα να χύνει στο στόμα του άλλου, συνηθίζοντας με τον καιρό και αμοιβαία τις γεύσεις μας. Φυσικά το όλο νούμερο δεν έχει καμιά επίδραση στο γούστο μου για τα ψάρια, αλλά στο φινάλε δεν είμαι και σκυλάκι του Παβλόφ να δουλεύω στο εξαρτημένο αντανακλαστικό με τόσα τραύματα. Τι θα γίνουν οι ψυχαναλυτές; Κλέφτες;

Ύστερα είναι και οι άλλες. Αυτές που δε θέλουν να μου μάθουν τίποτε. Το τί τρως και τί δεν τρως είναι πρόβλημα σου. Η γεύση είναι κάτι το πολύ προσωπικό, κι ο καθένας έχει τις δικές του. Αυτή πάντως δεν ασχολείται. Έτσι κι αλλιώς δύσκολα θυμόμαστε τί γεύση είχε κάποτε ο άλλος. Της αρέσουν φυσικά κι αυτηνής τα “ψαράκια”, αλλά δεν το κάνει και θέμα. Ο θρίαμβος της διακριτικότητας μιλάμε: ποτέ δεν θα τη δεις να θέλει να σου επιβάλει το γούστο της ακόμα και όταν τα πάντα και οι πάντες γύρω σου συνηγορούν για το αντίθετο. Είναι ικανή να κατεβάσει αρκετά πιάτα κακαβιά σε μια ταβέρνα στη Μασσαλία, χωρίς ούτε μια στιγμή να μπει στον πειρασμό να αντιμετωπίσει με συγκατάβαση και κρυφό οίκτο εμένα και το χάλια ψημένο φιλέτο μου. Αλληλοσεβασμός χύμα με το κιλό και με το μέτρο, αν κι ένα γλυκά υπόκωφο “δεν ξέρεις τι χάνεις” θα τρέξει κάποια στιγμή από τα χειλάκια της, μαζί με μια στάλα ψαρόσουπα.

- Φυσικά και δεν ξέρω καλή μου, θα μου μάθεις εσύ;

- Όχι!

- Τότε...

Τότε τίποτα. Δεν έχει εδώ καμώματα. Ξέρει τι λέει και τι κάνει και γι' αυτήν τα πράγματα είναι σχετικά απλά: Κανείς δεν είναι τόσο απαραίτητος ώστε να χρειαστεί να σπάζεις τ´αρχίδια σου για να του μάθεις κάτι. Κάπου στον κόσμο είναι σίγουρο ότι υπάρχει κάποιος άλλος που ξέρει ήδη αυτό που δεν ξέρεις ή που μπορεί κιόλας να κάνει θαυμάσια αυτό που εσύ δεν θα μπορέσεις ποτέ. Γεμίσαμε παντού τραύματα και τραυματίες ας μη γεμίσουμε και θεραπευτές με τεράστιες γλώσσες να τα γλύφουν. Έχει τα δίκια της. Γιατί να χάνουμε χρόνο καλή μου; Ψάξε και βρες ότι δεν μπορώ να μάθω. Πηγμένος στους ψαροφάγους ο πλανήτης θα έχεις να αλλάζεις. Από ένα πιάτο ο καθένας να μας σβουρίσει στη μάπα θα πνιγούμε σε ωκεανούς ψαρόσουπας...

(συνεχίζεται)