Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2008

4."Βρώμικο '88"[Τελευταίος Σολομός στο Παρίσι-4]

"Αν δεν μπορώ να μάθω αγγλικά, φταίει που είμαι χοντρός και οι χοντροί είναι βλάκες". Δεν το λέω εγώ, η κυρία Βήτα η αγγλικού το λέει γελώντας μοχθηρά στα μούτρα μου μπροστά στη Ρίτα και σε μια ποικιλία αχώνευτους συμμαθητές. Πλησίασε ύπουλα από πίσω στο διάλειμμα, κι ενώ αγωνιζόμουν να γίνω ορατός από τη Ρίτα, μου το σβούρισε, τάχα σε στιλ συμβουλής, αλλά δυνατά να το ακούσουν κι οι άλλοι. Και να φανταστεί κανείς ότι το δώδεκα στα αγγλικά είναι το λιγότερο. Το περισσότερο είναι ότι ο πατέρας μου, που δεν το λέω ποτέ “πατέρα” αλλά τον φωνάζω με το επίθετο όπως το κάνουν σχεδόν όλοι στο σόι μας, θέλει να με σταματήσει από το σχολείο και να με στείλει να γίνω εκδορέας. "Εκδορέας", που για όποιον δεν ξέρει, σημαίνει γδάρτης στα σφαγεία, εκεί που καταλήγουν κατά την άποψη του πατέρα μου όσοι έχουν κάτω απ' τη βάση σ' άλγεβρα, γεωμετρία, φυσική από το πρώτο κιόλας τρίμηνο της πρώτης λυκείου, ή όσοι είναι ανίκανοι να λύσουν το πρόβλημα πρακτικής αριθμητικής στη δεύτερη σελίδα της "Μακεδονίας". Το ακόμα περισσότερο κι απ' αυτό, και το μόνο που μετρά στ' αλήθεια, είναι ότι γουστάρω τρομερά εδώ και καιρό τη Ρίτα από το Α1, αλλά δεν έχω καμία απολύτως ελπίδα. Καμία, καμία, καμία! Γιατί σε αντίθεση με την πεποίθηση της κυρίας Βήτα, το βασικό πρόβλημα "των χοντρών που είναι βλάκες", και ειδικά στην πρώτη λυκείου του γαμωσχολείου μου, δεν είναι ότι "δεν μπορούν να μάθουν αγγλικά", αλλά ότι δεν μπορούνε να γαμήσουν. Κι ούτε και σε όνειρο. Αυτό το πρώτο θλιβερό λοιπόν για την αποκατάσταση της αλήθειας.

*

- Μπόνζο τι θα γίνει το Σάββατοκύριακο ρε; Θα 'ρθεις ή θα κατέβω μόνος στη χαμουτζία ρε καραγκιόζη; Στρώσε την χοντοκωλάρα σου εδώ ρε μαλάκα να συνεννοηθούμε!

“Μπόνζο” είναι το παρατσούκλι που μου 'χει κολλήσει ο Κυριάκος, γνωστός σε κάποιους έντονα ανησυχητικούς νεανικούς κύκλους της Σαλονίκης και ως “Γκαρίτσας”. Μέγας τσόγλανος, υπήρξε συμμαθητής μου πέρυσι στη τρίτη γυμνασίου κατά την τρίτη και τελευταία ανεπιτυχή του προσπάθεια να πάρει κάποτε απολυτήριο και να μη πάει φαντάρος. Εκτός απ' το να δουλεύει ψιλό γαζί τους πρώιμα κοινωνικά αποτυχημένους σαν και του λόγου μου και να χτυπιέται κάθε Κυριακή-Σάββατο, μέσα-έξω, Τούμπα και Παλέ, δεν κάνει τίποτα στη ζωή. Ούτε όμως και δαύτη καταδέχεται να κάνει τίποτα μαζί του βέβαια. Πέρυσι κάθε φορά που λεγα μάθημα, ο Κυριάκος έκανε θόρυβο από κάτω με την παλάμη του στην μασχάλη κι ακουγόταν σαν να έκλανα. Στα διαλείμματα με κορόιδευε: “χοντρέ, χοντρέ” -τα έχω τα κιλά μου. “Κοίτα παπουτσάκι ρε ο γελείος!” -κάτι χάλια αθλητικά μάρκας “Στράικ” με σκρατς-σκρατς. “Τι ρούχα ειν' αυτά ρε παλιάτσο” -τζην μάρκα "Αμερικάνα", τσέπες στο πλάι, χρώμα ξεβαμένο θαλασσί και πουλόβερ ζακάρ, πλεκτό στο χέρι της θείας. “Σαν παλιάτσος είσαι”, σαν παλιάτσος είμαι, σαν παλιάτσος, σαν παλιάτσος, κι έτσι μου κόλλησε το “Μπόνζο”. Όνομα παλιάτσου.

Εδώ και τρεις μήνες όμως, τον Κυριάκο τον έχουν πιάσει οι αγάπες μαζί μου κι έχει δίκιο εδώ που τα λέμε, γιατί εγώ είμαι που του έσωσα το καχεκτικό, ελλειποβαρές, και μελαχρινό τομάρι του, στα καλά καθούμενα και στο άσχετο, σε μια στιγμή που ο φίλος μου ο τρομερός "Γκαρίτσας" την είχε βαμμένη προδήλως. Έτσι δεν έχω κανένα πρόβλημα πια, και κυρίως, κανένα φόβο, να πάρω την καρέκλα που σπρώχνει προς το μέρος μου και να στρώσω την χοντροκωλάρα μου δίπλα του. Άλλωστε η έκθεση σε δημόσια θέα μιας τόσο κακιάς παρέας και σε απόσταση μάλιστα λιγότερη των εκατό μέτρων από το μπουρδελοσχολειό μου, δεν μπορεί παρά μόνο καλό να κάνει στην έτσι κι αλλιώς άθλια εικόνα που οι διερχόμενοι φλώροι συμμαθητές μου έχουν για μένα.

- Καλά ρε χαμένε, εγώ κάνω πίπες-ναργιλέδες για νά βρω θέσεις στο πούλμαν και εισιτήρια κι εσύ κάνεις νερά; Θες να τρελαθώ ρε Μπόνζο και να γίνει κόλαση εδώ μέσα. Ε; Κόλαση; Πες μου θες;

Εδώ έξω... Έξω, με την ακρίβεια, θα γινότανε κόλαση γιατί αν και Δεκέμβρης μήνας κιόλας, εμείς αράζαμε βρέξει-χιονίσει με φραπέ έξω από το μόνο ηλεκτρονικάδικο στη γειτονιά που μας άφηνε να παίζουμε, ακόμα και κάτω των δεκαεπτά ετών, που γραφε κι η τσίγκινη ταμπέλα στο τζάμι. Οι μπάτσοι δεν τον ενοχλούσαν τον αφεντικό και τόσο το καλύτερο, έλεγα τότε, μέχρι που μαθα αργότερα ότι ο Ζήσης που 'χε το μαγαζί ήταν τελικά μεγάλος ρουφιάνος κι έσπρωχνε και διάφορα από πάνω. Και καλά ο Κυριάκος πήγαινε να κλείσει για τα καλά τα δεκαεννιά και στ' αρχίδια του, αν κι όπου να' ναι έπρεπε ν' αρχίσει ξανά να την ψάχνει με τον στρατό να δει τι να κάνει, μην κι έπαιζε πάλι καμιάν αναβολή. Εγώ όμως ήμουν στα δεκαπέντε και κάτι και πίστευα ακόμα, ο αφελής, ότι κάθε ηλικία έχει αποκλειστικά και μόνο τα δικά της προβλήματα. Χτυπούσε λοιπόν το χέρι στο τραπεζάκι, ψιλοαστεία-ψιλοσοβαρά, έκανε ότι με μάλωνε, κι ο φραπές χυνότανε έξω απ' το ποτήρι πιτσιλώντας παντού και κάνοντας τα βιβλία μου κώλο. Τον άκουγα στη μούγκα να μου τα χώνει, περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά μου. Κάποια στιγμή έβαλε γλώσσα μέσα επιτέλους και το καλαμάκι στο στόμα, κι έκανε νεύμα να πω εγώ... Σειρά μου.

Όχι λοιπόν, έτσι που τα 'χα σκατώσει δε θα κατέβαινα με τον Κυριάκο και τ' άλλα τα παόκια, εκδρομή διήμερο, Αθήνα-Λιβαδειά, μπάσκετ-ποδόσφαιρο. Μετά της φασαρίες με τους βαθμούς δεν υπήρχε καμιάν ελπίδα. Χάος. Ο πατέρας μου τα χε κάνει όλα μπουρδέλο σπίτι και δε θα μ' άφηνε σε χλωρό κλαρί μέχρι να του περάσει σε κανά μήνα. Είχε καεί για τα καλά, ακόμη και το σενάριο ότι θα λεγα πως τάχα είμαι στη θεία Ρίτσα για διάβασμα το Σ/Κ και να την έκανα σκαστός: πάλι δεν θα δούλευε γιατί δεν είχα φράγκο.

- Καλά μαλάκα μου λεφτά έχουμε, μη νοιάζεσαι... Η Ελενίτσα μου ναν καλά ρεεεε! “Μις Τζορμπατζίδου σύστεμ” ρε άσχετε! “Βρώμικο χρήμα” κι έτσι... Κι αν χρειαστεί “θα μιλήσει κι ο μάστορας!”. Έλα ρε Μπόνζο... μη γαμιέσαι... Αύριο πάμε και τσουρέβουμε φωτοβολίδες απ' τους ψαράδες στην Κρίνη, Παρασκευή έρχεσαι σπίτι, κοιμάσαι σε μας, και μετά τακ-τουκ κατεβαίνουμε, τακ-τουκ τους γαμάμε στη Λεωφόρο, τακ-τουκ κατουράμε στον Κηφισό, τακ-τουκ Κυριακή στη Λιβαδειά, τάκ-τουκ τους γαμάμε κι από 'κει, και Κυριακή βράδυ γυρνάμε... Κι αυτό είναι! Τακ-τουκ-τακ! Να δεις πως είναι και η χαμουτζία κι οι τσολιάδες ρε παπάρα, να μάθεις και τα παιδιά τα άλλα και ξημερώματα θα 'μαστε πίσω ρε -πρωινός η απογευματινός είσαι τη Δευτέρα; Πρωινός; Γάμα τα, θα πας κατευθείαν! Λες να σε δώσει η θεια σου... Δεν πιστεύω ρε... Έχει γκόμενο η θεια σου; Δεν μου 'χεις πει. Γαμιέται με κανένα; Ε; Γαμιέται; Θα 'ρθεις ρε Μπόνζο ή θα τα κάνω κόλαση όλα; Πες θα ´ρθεις;

* *

Ελενίτσα Τζορμπατζίδου. Είναι η εικοσιδιάχρονη -και βάλε ίσως- γαϊδούρα-γκόμενα του Κυριάκου. Eκατό φορές πιο βλαμμένη απ' αυτόν και γενικώς επικίνδυνη. Γεννημένη στην όμορφη Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, ήρθε Σαλονίκη με τον πρώην αντάρτη -εκεί μηχανικό κι εδώ οικοδόμο- μπαμπά της μετά την χούντα. Πανύψηλη -τρία κεφάλια ρίχνει τον Κυριάκο- διέλαμπε άλλοτε ως αναπληρωματικό πίβοτ στην γυναικεία ομάδα μπάσκετ της Καλαμαριάς. Στα δεκαεπτά της, μαθήτρια στη Β' τάξη της μέσης σχολής νοσοκόμων του ΑΧΕΠΑ, μπούκαρε με ντου και χοντρό τσαμπουκά στο νεκροτομείο, στο ισόγειο, κι αφού έχωσε ένα γεμιστό σφιχτό μπουκέτο στον γιατρό, άρχισε να μετρά και να βάζει κομμάτι-κομμάτι στη σειρά ένα πτώμα 70 κιλά κιμάς, εργατικό ατύχημα σε μπετονιέρα. Στο τέλος, κι αφού σιγουρεύτηκε ότι όλα ήταν στη θέση τους, ούρλιαξε κι ένα ξεγυρισμένο “γεια σου ρε πατέρα!”, έσκισε τα ρούχα της και έφυγε γυμνή στάζοντας αίματα στο διάδρομο. Κι αν εξαιρέσεις το “σάλτα και γαμήσου” στον παπά, άλλη κουβέντα, όχι. Ούτε δάκρυ, ούτε τίποτα και το μακιγιάζ στη θέση του. Είναι σίγουρο ότι εκεί στους διαδρόμους του ΑΧΕΠΑ χάθηκαν οι δυο βίδες που έτσι κι αλλιώς τις είχε λάσκα στην ξανθιά της γκλάβα η Ελενίτσα.

Κι αν μάθει ποτέ ότι ξέρω την ιστορία με λεπτομέρειες, θα με τσακίσει και δεν θα δυσκολευτεί διόλου, γιατί από τότε που δουλεύει αποκλειστική στις κλινικές, όχι πλύνε τον γέρο, όχι ξεσκάτωνε την γριά, έχει πετάξει κάτι δικέφαλους του τύπου “τη γάμησες”. Στις ελεύθερες ώρες της πάλι ασχολείται με το ν' ανακατεύει σιρόπια και στεντόν κι ότι άλλο τσουρεύει απ' τα γερόντια τα άρρωστα. Μετά τα πίνει με τον Κυριάκο, την ακούνε στέρεο, πηδιούνται του σκοτωμού και το πρωί ρωτάνε τους γειτόνους -και ενίοτε τους περαστικούς αν αποκοιμηθηκαν στο πάρκο- για το “αν ήτανε καλά” κι “αν χύσανε μαζί κι οι δυο τους”, καθότι όταν έχεις τα μυαλά τουλούμπες μες στα σιρόπια του παππού, δύσκολο να μορφώσεις ιδία αντίληψη για το αντικείμενο. “Μις Τζορμπατζίδου σύστεμ” λοιπόν, σήμαινε ότι για να πάμε εμείς Αθήνα να κατουρήσουμε τον Κηφισσο, θα μας χαρτζιλίκωνε η Ελενίτσα μ' ό,τι πιο “βρώμικο" υπάρχει σε χρήμα: χιλιάρικα λερωμένα από κάτουρα, σκατά και σκόνες αντιβιοτικές για τις πληγές κατακλίσεως.

Όχι πως ο Κυριάκος ο Γκαρίτσας ήταν ακαμάτης και σπιτωμένος και στο τζάμπα συνέχεια... Έφερνε κι αυτός φράγκα, ήθελε μόνο να 'χεις υπομονή να μετράς και να πληρώνεις παντού με δεκάρικα και τάλιρα, γιατί ο Κυριάκος πορτοφόλι δεν είχε κι έτσι κι αλλιώς ήταν αδύνατον να βρει ένα στα μέτρα του. Κι όταν έλεγε “θα μιλήσει ο μάστορας” χάιδευε πάντα ψευτο-αινιγματικά τη φόδρα του πέτσινου-δερματίνη απ' την πλευρά που 'χε χωμένο ένα σταυροκατσάβιδο εικοσπέντε εκατοστά με το οποίο ρήμαζε τα πάντα: Από κερματοδέκτες στα περίπτερα και τους θαλάμους του ΟΤΕ, μέχρι παγκάρια στα εκκλησάκια. Χώρια τα παπιά, λεντάκια και βέσπες για βόλτες. Αποτελεσματικός κι αθόρυβος. Καρδιοχειρούργος και κακούργος κανονικός: ο Σπύρου των ταλιρομηχανών, ο τρόμος περιπτεράδων, οτετζίδων και καντιλαναφτών: ο δόκτορας Γκαρίτσας! Θρασος από δω μέχρι Λάρισα και βλακεία μέχρι νήσο Γαυδο. Έτσι άλλωστε γίναμε φίλοι. Τον Σεπτέμβρη, στην Έκθεση που δούλευα μοίρασμα χαρτάκια, είχε πάρει πάλι αμπάριζα και άνετος τους κερματοδέκτες δίπλα απ' το περίπτερο του ΕΟΜΜΕΧ. Μέχρι που στο φινάλε τον πήρε χαμπάρι ένας βλάχος που πούλαγε σαπουνέ χαλβά και ραβανί απέναντι κι έφυγε σφαίρα μπροστά μου να φωνάξει τους μπάτσους. Έτρεξα στα τηλέφωνα έπιασα τον μαλάκα στοργικά από τις δερματίνες, από πίσω, και του ψιθύρισα γλυκά στ' αυτάκια:

- Μπόνζο εδώ! Πέσε το κατσαβίδι και τα φράγκα και ραντεβού στου Ζήση! Ο χαλβατζής απέναντι σ' έβγαλε κάρτα κι έρχονται οι μπάτσοι!

Μου πέρασε με πολύ τρόπο τη κάλτσα με τα ψιλά και το κατσαβίδι κι έγινε Λούης. Το βράδυ πήγα στου Ζήση, με τράβηξε στον ακάλυπτο, στην αυλή του μαγαζιού, τού 'δωσα το κατσαβίδι και του πα για τα φράγκα. Είχα κωλώσει κι είχα σαβουρντίσει την κάλτσα στο συντριβάνι, δίπλα στο περίπτερο της ΔΕΗ. Μου 'πε ότι θα με κάνει τούμπανο στο ξύλο που τού φαγα το μεροκάματο, ότι θα πεθάνω, θα γαμήσει το μουνί της μάνας μου και άλλα τέτοια, μου 'χωσε και δυο σφαλιάρες, χέστηκα απ' το φόβο μου, και τελικά μ' άφησε να φύγω, αλλά τρέχοντας, γιατί πάνω στην ώρα άρχιζε και το ματς με τη Νάπολη.

* * *

Δύο μέρες μετά κι ενώ ήμουν πια σίγουρος ότι μου την είχε κάπου στημένη, κι όλα ήταν θέμα χρόνου, μου βγήκε φάντης μπαστούνι μπροστά στον Άγιο Αντώνη, δίπλα από το Μακεδονικόν το σινεμά. Έκανα ν' αρχίσω πάλι να τρέχω, αλλά τα γαμήδια τα Στράικ μου κόλλησαν στις πλάκες του πεζοδρομίου. Μπουρδουκλώθηκα κι έφυγα με τη μάπα στα σκατόνερα, βέβαιος ότι θ' άφηνα τον κόσμο με την εικόνα δύο τεράστιων μαυροκόκκινων Νάικ-Αιρ να με κλωτσοπατούν αλύπητα. Κι ενώ προσπαθούσα να χαρώ τα κλάσματα δευτερολέπτου που με χώριζαν απ' τη ρινορραγία της ζωής μου, ένα χαρτόκουτο ζαχαροπλαστείου έκανε την έκπληξη και προσγειώθηκε μπροστά στα μούτρα μου υπό τον ήχο ερώτησης άσχετης κι εκτός θέματος εντελώς:

- Ρε χοντρέ, σ' αρέσει το ραβανί;

Είχε καταφέρει βέπεις να βάλει ξανά στο χέρι την κάλτσα με τα ψιλά ο τσόγλανος, κι είχε πεί να επανεξετάσει το θέμα μου. Την προηγουμένη είχε στείλει την Ελενίτσα που δεν μασά κι είναι λοκατζής σε κάτι τέτοια, να βρει και να μαζέψει την κάλτσα που 'χα παρατήσει εγώ ο κωλόστρας την προηγουμένη. Περιφερόταν λοιπόν κι αυτή με πραγματικό ενδιαφέρον, λέει, ανάμεσα σε μακέτες υδροηλεκτρικών εργοστασίων και δειγμάτων λιγνίτη, μέχρι που σε μια στιγμή και άνετη εντόπισε από το γεφυράκι της εισόδου του περιπτέρου της ΔΕΗ την παλιά κάλτσα με τα κέρματα στον πάτο της δεξαμενής που 'ναι σαν συντριβάνι παραδίπλα. Έβγαλε τα πεδηλάκια της λοιπόν η κυρία, σήκωσε και τη φουστίτσα της και γλύστρισε απαλά στο νερό, με συνοδεία ρυθμική, οργιαστικές κραυγές για χάρη της:

- Μις, μις! Καλέ... καλέ άουτ, άουτ από κει! Φορμπότεν, καλέ! Μις, μις! Καλέ... άουτ, άουτ! Φορμπότεν, καλέ! Πουτάνες γαμώ τον τουρισμό -φορμπότεν σου λέω- και τον χριστούλι σας...

Κι αυτή δροσισμένη, δροσερή κι ευτυχισμένη, έτοιμη -για μια φορά και τέρμα- να τους χαρίσει τη ζωή, να απαντά με γλύκα και ευφράδεια...

- Καμ, καμ! Καμ μίστερ, καμ! Έλα εγώ να σε φαγκ οφ ρε! Και κλοτσώντας όλο νάζι το νερό, έδινε να πιτσιλά τον κόσμο γύρω της...

Επίπεδο, γενικά, λόουερ!

- Και το καλύτερο δεν το ξέρεις... το μωρό μου πέρασε όλο το βράδυ της εκεί, τριγυρίζοντας παντού, τρώγοντας βραστά λουκάνικα και πίνοντας μαύρη μπύρα απ' το βαρέλι. Κι ανέβηκε και στην μπαλαρίνα και στο ντάκαντα και στην ρόδα και έκανε και σκοποβολή, μέχρι που στο τέλος έμεινε μόνη της... Η τυχερούλα!

Καβάλα κι οι δυο στο πεζούλι μπροστά στον Άγιο Αντώνη, το κουτί με το ραβανί στη μέση, συνέχισε να μιλά με το στόμα γεμάτο, σκουπίζοντας χωρίς σταματημό τα χέρια στο τζην του, ένα απ' αυτά τα 501 που μπαινες στη μπανιέρα μαζί τους για να κολλούν για πάντα πάνω σου. Περιέγραφε με εξωφρενική λεπτομέρεια πως είχε καταφέρει η δικιά του να κρυφτεί πίσω από κάτι κοντέινερ όταν έκλεινε η έκθεση για βράδυ και διώχνανε τον κόσμο. Και πώς το μωρό του είχε χωθεί σκίζοντας τους μουσαμάδες με νυστέρι, στο κιόσκι του ρουφιάνου του βλάχου με τους χαλβάδες. Και πώς είχε παραγεμίσει δυο κουτάκια με ραβανί φίσκα μέχρι πάνω, πριν κατεβάσει τα βρακιά της κι αρχίσει να κατουρά παντού μαύρη μπύρα, μες στα ταψιά με τον σαπουνέ χαλβά και τα σοροπιαστά Ξάνθης, και τα σουτζούκια, μαγαρίζοντας την πραμάτεια του ρουφιανόβλαχου.

Ήμουν τόσο χαρούμενος που δεν είχα φάει το ξύλο που μου χρώσταγε, που τώρα καθόμουν και τον άκουγα με προσήλωση κι απέραντη κατανόηση κερδίζοντας ακόμη περισσότερο τη συμπάθεια του. Άσε που έτσι δεν έπερνα και ρίσκο να φανώ ακατάδεκτος σ' έναν καινούριο φίλο που 'θελε να με κεράσει ραβανί που -δεν μου το έβγαζες απ' το μυαλό- πως μια χαρά η γκόμενα του το 'χε κατουρήσει .

Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε φίλαράκια με τον Κυριάκο. Πηγαίναμε μαζί γήπεδο τις Κυριακές, τα Σάββατα κι ενίοτε τις Τετάρτες. Τρώγαμε μαζί διάφορες “ολίγες”στον “Αχνό” πάνω από την Εγνατία, αράζαμε με τις ώρες στου Ζήση, και κυρίως τον άκουγα να μιλά ασταμάτητα για τα αγαπημένα του θέματα που με σειρά αξιολόγησης ήταν τα εξής: Πρώτον, η Ελενίτσα, η φωνή της, τα μαλλιά της, τα πόδια της, τα μάτια της, τα χέρια, τα βυζιά της, κάτι κρεατοελιές που είχε στην κοιλιά της, οι άστα να πάνε ιστορίες και οι τρέλες της. Δεύτερον, κάτι απίστευτες θεωρίες για τη βαθύτερη σημασία του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ και άλλων αθλοπαιδιών, το νόημα του να παίζεις διαρκώς ξύλο με τα χουλιγκάνια, τι σημαίνει "λαός", κι αν ο ΠΑΟΚ είναι θρησκεία, πώς δεν χωνεύει τον Φίλιππα Συρίγο, καθώς και λεπτομερέστατες περιγραφές με βαθυστόχαστες, σχεδόν μεταφυσικές, αναλύσεις του περίφημου “τελικού των ξυρισμένων κεφαλιών” μεταξύ ΠΑΟΚ και Άρη, πέντε χρόνια πριν, στις 18 Απριλίου 1984 για το κύπελλο Ελλάδος στο μπάσκετ, τελικό σκορ 74-70. Και τρίτον, στο τέλος-τέλος, όλες οι σιωπές του, όταν δηλαδή το βούλωνε επιτέλους και δεν έλεγε κουβέντα για όλα όσα δεν άντεχε ούτε να τα σκέφτεται και δεν θα μου τά 'λεγε άλλωστε ποτέ ούτε και μένα, όσο τουλάχιστον ήταν ακόμα ζωντανός. Και στο κάτω-κάτω αν ήθελε να μου πει γι' αυτά, δεν θα μου έλεγε για τ' άλλα... Γιατί, όπως και να 'χει, στο τέλος πάντα πρέπει να διαλέξεις απ' τα δύο τι θέλεις. Οπότε κράτα τα άλλα κι αυτά άστα....

Το σίγουρο όμως τώρα ήταν ότι το κατέβασμα στην Αθήνα είχε καεί για τα καλά ...

* * * *

- Πως μιλάς έτσι για τη θεια μου ρε μαλάκα! Σεβασμό ρε... την έχω σαν δεύτερη μάνα ρε σου λέω!

- Και τι σημαίνει αυτό ρε Μπόνζο; Δηλαδή η δικιά σου η μάνα δε γαμιέται; Πώς την είδες τη δουλειά ρε; Κι εσύ πώς ήρθες στον κόσμο ρε; Με το 31 το λεωφορείο "Βούλγαροι-Σφαγεία"; Μαλάκα ανώριμε...

Πασάλειψα με την ανάποδη του χεριού τις στάλες του φραπέ στα βιβλία μου, τον κοίταξα στα μάτια, και του την μπήκα αργά και θεατρινίστικα, τονίζοντας σπαστικά την κάθε συλλαβή:

- Αν ήθελα να σου μιλήσω για τη μάνα μου, δεν θα σου μιλούσα για όλα τ' άλλα. Γιατί, όπως και να 'χει, στο τέλος πάντα πρέπει να διαλέξεις απ' τα δύο τι θέλεις. Οπότε κράτα τ' άλλα κι αυτό άστο....

Ενός λεπτού σιγή για μένα και πιο σιγά ψιθύρισα:

- Χοντρός και βλάκας...

- Ποιος το λέει αυτό ρε;

- Εγώ το λέω! Εγώ!


(συνεχίζεται)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Kati mou leei oti to psari pou apousiazei den einai oi gauroi! Perimenoume th sunexeia... Paraskeuh?

Ανώνυμος είπε...

εγινα κι εγώ θαμών...
τα λέμε την επομένη.
[τσέκαρε το λινκ σου, με τα ξυρισμένα κεφάλια, έχει κάποιο πρόβλημα νομίζω]
τσάο!

Ανώνυμος είπε...

Ο σύνδεσμος είναι λειτουργικός, αλλά η εγκυκλοπεδική αναφορά στον τελικό βρίσκεται προς το τέλος της σελίδας.