Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

5."Μικρή θεά"[Τελευταίος Σολομός στο Παρίσι-5]

Φτάσαμε στη Γούναρη κι εγώ έκλαιγα και παραπατούσα ακόμα. Ο Κυριάκος με κρατούσε κάπως απ' τη μέση και σε κάθε ουρλιαχτό που μού 'φευγε κρεσέντο, έλεγε “σουτ” και με χάιδευε στην πλάτη. Στον ακάλυπτο, πίσω από το μαγαζί του Ζήση, κει που με τράβηξε με τη μία όταν την έκανα κρίση κι άρχισα να τρέμω και να παραμιλώ, μού 'χε αστράψει δυο σκαμπίλια να συνέλθω αλλά δεν έπιασε. Κάτι προσπαθούσα να πω κι εγώ, αλλά μες στις φωνές, στα λαχανιάσματα και στα ρουφήγματα της μύτης, έβγαζα μόνο δάκρυα, μύξες, πυρετό, κι ιδρώτα. Μου μιλούσε λοιπόν, κάτι έλεγε, δεν άκουγα, φώναζε, πάλι δεν άκουγα, μέχρι που βγήκαν στα μπαλκόνια της κουζίνας και μας κοιτάγαν οι νοικοκυραίοι, και φώναζαν, όλοι μαζί σαν νά 'ταν τραγωδία, “άι σιχτίρ πρεζόνια”, “πούστηδες γαμώ τη μάνα σας”, “χαπάκιδες στο διάολο” και τέτοια. Τριακόσια μέτρα τα κάναμε σε τρία τέταρτα έτσι πού 'μουνα κομμάτια και σε κάθε βήμα να φοβάσαι μη σε λούσουν με κάνα κουβά νερό Δεκέμβρη μήνα, γιατί εκείνον τον καιρό έτσι κάνανε στα πρεζόνια που κλαίγανε στο Ναυαρίνο, κι ίσως και σ' αυτούς που κλαίγανε νέτα και σκέτα και χωρίς νά 'ναι πρεζόνια. Γαμώ το σπίτι τους.

Χαιρετηθήκαμε μπροστά στην είσοδο, μού 'πε “τα λέμε τη Δευτέρα” κι ενώ γυρνούσα πλάτη για ν' ανέβω, φώναξε:

-“Ρε πουσταρά! Κάνε τώρα κάτι για μένα, και θα το βρεις μπροστά σου για πάντα!”

Άνοιξα τη πόρτα του ασανσέρ και μπήκα σ' ένα χάλια, λυπητερό σαββατοκύριακο, κλεισμένος στο πίσω δωμάτιο, στο σπίτι της θειας μου, να κοιμάμαι συνέχεια.

*

Κυριακή βράδυ, η θεια έβαλε δυνατά την τηλεόραση μπας κι άκουγα το “ταν-τα-τα-ταν-τα-τα-τα-τα-τα-ταν-τα-τα” της Αθλητικής Κυριακής κι έβγαινα επιτέλους απ' το δωμάτιο να φάω. Το κόλπο φυσικά έπιασε, κι έτσι βρέθηκα να τρώω παστίτσιο με διπλή ήττα ποδόσφαιρο-μπάσκετ κι Αθήνα-Λιβαδειά, παρέα με τον Μανώλη Μαυρομάτη. Ήμασταν πρώτοι ακόμη, αλλά με τις μαλακίες μας, στο τέλος του πρώτου γύρου, να δεις που θα το χάναμε το “πρωτάθλημα χειμώνα” από τα τυριά της ΑΕΛ. Η θεια, μού πλεκε ακόμη ένα πουλόβερ ζακάρ, ο Μαυρομάτης έλεγε ακόμη τα δικά του κι εγώ είχ' αρχίσει να φορτώνω, που πάλι ντυμένος σκατά κι αδιάβαστος θα πήγαινα σχολείο το πρωί. Εκεί ήταν που μου τη βάρεσε για τα καλά. Πήγα μέχρι τον μεγάλο καθρέφτη στο χολ να δω και πάλι πόσο χάλια ήμουνα. Πλησίασα κοντά, ζούληξα ένα σπυρί στο κούτελο, πόνεσε λίγο, έκανε τσακ και το πύον κόλλησε στον καθρέφτη, πάνω στο είδωλο της θειας μου, πού 'χε γλιστρήσει, σβιιιννν, στα παρκετόπανα, σαν αστραπή κατά πάνω μου, να προλάβει:

- Χαμένε! Σου πα να μη τα σπας! Θα μείνουνε σημάδια για πάντα!

Γύρισα προς τ' αριστερά και πριν προλάβει να με φωνάξει για το πύον στον καθρέφτη, την βραχυκύκλωσα περνώντας ένα χάδι με το χέρι τα μαλλιά μου και λέγοντας:

- Ρε θεια... Δεν μου τα παίρνεις με την ψιλή;

* *

Έτσι λοιπόν τη λέει την ιστορία ο Κυριάκος...

- Ποιος είναι ο Κυριάκος;

- Ένας φίλος, δεν τον ξέρεις.

“Παραμονές του τελικού το '84 με τα σκουλήκια στο Παλέ, θα μας γαμούσανε στάνταρ και πάλι. Κάναμε λοιπόν όλοι τουμπεκί ψιλοκομμένο και περιμέναμε να περάσει κι αυτό. Και στο “όλοι” βάζουμε και τους παίκτες μέσα, φυσικά, που πρώτοι αυτοί θα τον πίνανε. Εκεί λοιπόν που όλα ήταν σκατά, και την παραμονή η ομάδα ήτανε κλεισμένη στο Νεφέλη το ξενοδοχείο και τρώγανε μακαρονάκι κοφτό και σκέτο, όπως το τρων οι αθλητές πριν τους αγώνες, μπουκάρει ο Ματθαίου, ο γέρος, ο προπονητής κι αρχίζει να τα σπάνει όλα -μπαμ-μπουμ- στη ψύχρα... Πιάτα, ποτήρια, μαχαίρια-πιρούνια, μακαρονάκια, σκατά, όλα κάτω κι αρχίζει να χοροπηδά και να φωνάζει. Το πήγαινε για εγκεφαλικό κι οι παίκτες είχαν μείνει παγωτά να κοιτάζουν τον γέρο που τά 'χε πάρει κι ήθελε να τους αρχίσει στις μπάτσες. Στο τέλος καβαλά και μια καρέκλα, ανεβαίνει στο τραπέζι, κι αρχίζει να φωνάζει και να φτύνει και να πετά -να μη σου πω- κι αίματα απ' τα μάτια:

- Κουράδες! Κουράδες! Σας λεν κουράδες και σεις τους πιστεύετε! Καραγκιόζηδες! Ποιος το λέει ρε ότι θα χάσετε πάλι; Ποιος το λέει ρε; Ποιος το λέει; Να τον γαμήσω τώρα εγώ! Εσύ το λες ρε; Εσύ το λες; Εσύ;

κι έδειχνε τους παίκτες έναν-έναν -και τους αναπληρωματικούς, εννοείται...

Αυτοί, λοιπόν, είχανε κλάσει μέντες για τα καλά κι είχανε τρέξει να κρυφτούν πίσω απ' τον μπουφέ, μην και τους άρχιζε στα μπουνίδια ο γέρος. Πηδάει κι αυτός τότε απ' το τραπέζι κάτω, τρέχει κι αρχίζει να τους κοπανά και να τους βομβαρδίζει με γαβάθες γυάλινες, μεγάλες, φίσκα στο κοφτό μακαρονάκι που σκάγανε -σπλαφ-σκρατς- στον τοίχο, πάνω απ' τα κεφάλια τους και 'κάναν την ταπετσαρία μουνί. Στο τέλος πήρε κι έσπασε και τις καρέκλες και στο τέλος-τέλος γονάτισε κι άρχισε να κλαίει και να ουρλιάζει κι άρχισαν κι οι παίκτες να κλαιν και να ουρλιάζουν και να κυλιούνται καταγής κι αυτοί, πάνω στα κοφτά, τα σκέτα τα μακαρόνακια, και κάνανε και τη μοκέτα μουνί.

Κι αφού όλοι κλάψανε κι ουρλιάξανε τόσο πολύ, που όλοι οι άλλοι οι πελάτες νόμιζαν πως τα πρεζόνια απ' το Ναυαρίνο είχανε κάνει ντου στη Νεφέλη, και φώναζαν “σκάστε επιτέλους γαμώ το μουνί της μάνας χαπάκιδες, ένα κουβά νερό πετάχτε τους να το βουλώσουν”, ο γέρος σηκώθηκε -άρχοντας- τίναξε κάτι μακαρονάκια πού 'χανε κολλήσει πάνω του, κοίταξε τους παίκτες του στα μάτια πέρα για πέρα και μέχρι τον υποθάλαμο και είπε:

-“Ρε πουσταράδες! Κάντε τώρα κάτι για μένα, και θα το βρείτε μπροστά σας για πάντα!”

- Ε όχι πια! Νισάφι τα βρωμόλογα. Να μιλάς και να βρίζεις σα χαμάλης μπροστά στη θεία σου! Έχε χάρη που δε θέλω να σου πάρω κάνα αυτί με την κουρευτική, αλλιώς θα σού 'δινα ένα μπάτσο με το δαχτυλίδι στο στόμα, να μάθεις!

- Στάσου ρε θεια! Αφού έτσι είναι η ιστορία... Στάσου να δεις τι κάνανε αυτοί! Περίμενε...

- Τι κάνανε, λοιπόν, άντε λέγε, αλλά χωρίς βρισιές...

“Μέσα στην άγρια νύχτα, πήγαν και βρήκανε έναν κουρέα! Τον φέρανε στο ξενοδοχείο, τον βάλανε μέσα στο σαλόνι με το σκόρπιο, παντού, κοφτό μακαρονάκι και τού 'πανε:

- Είμαστε ο ΠΑΟΚ, και θα μας τα πάρεις με την ψιλή γιατί είμαστε οι πιο τσαμπουκάδες στον πλανήτη κι αύριο θα κερδίσουμε, γιατί το κάνουμε για τον γέρο, για τον προπονητή μας, και θα το βρούμε για πάντα μπροστά μας!

Τελευταίος κουρεύτηκε κι ο γέρος, όταν πια είχε ξημερώσει για τα καλά και το σαλόνι είχε γεμίσει τούφες και μαλλιά και μπούκλες, ανάκατα με μακαρονάκια κοφτά και πολύ δάκρυ...

Το βράδυ στο γήπεδο έγινε πανζουρλισμός μόλις βγήκε η ομάδα στο παρκέ. Όλος ο λαός έλεγε “για μας το κάνανε” κι ουρλιάζανε και κλαίγανε βαρώντας τύμπανα, χέρια, πόδια, κάγκελα, και τρομπέτες, από παντού. Γιατί δεν μπορούσανε να χάσουνε πια... Κι αυτό το ξέρανε όλοι. Γιατί ποτέ και κανείς δεν μπορεί να χάσει όταν κάνει κάτι για τους άλλους. Και το βρίσκει μπροστά του για πάντα!”

- Τ' ακούς θεία; Για πάντα!

- Και τι έγινε τελικά; Ποιος πήρε το κύπελλο;

- Ο ΠΑΟΚ ρε θεια, 74-72, και οι αριανοί, έναν ντενεκέ αρχιδ... Σμπλκλατς! Αχ! Καλά τό 'χεις εντελώς καμμένο ρε θεια; Με το δαχτυλίδι βαράς στο στόμα... Θα μου σπάσεις κάνα δόντι...

- Σε είχα προειδοποιήσει: όχι βρωμόλογα! Άι τώρα πήγαινε στον καθρέφτη να δεις πώς στα πήρα, γιατί εγώ μπαρμπέρης δεν είμαι...

Στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη κι άνοιξα ξαφνικά τα μάτια. Το σχήμα του κρανίου μου φαινόταν καθαρά, στρόγγυλό και διάφανο κάπως. Μάλιστα αν πρόσεχε κανείς μπορούσε να διακρίνει μέχρι και τις φλέβες που τέντωναν στους κροτάφους κάθε μιάμιση στιγμή. Ήμουνα ακόμα βέβαια χοντρός, βλάκας και κακοαγαπημένος, αλλά είχα κάνει κι εγώ κάτι ρε γαμώτο, κι ας ήταν ότι νά 'ναι. Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Τι άλλο; Ε; Αν δηλαδή έπαιρνα τους δρόμους και φώναζα εκλιπαρώντας τον κόσμο όλο, και τον πατέρα μου, και την κυρία Βήτα, ή και την Ρίτα του Α1 ακόμη, “αγαπήστε με και μένα λίγο, αγαπήστε με, σας παρακαλώ”, θά 'ταν καλύτερα; Και στο κάτω-κάτω, ο καθένας κάνει πάντα ό,τι μπορεί. Εγώ, λοιπόν, τόσο μπόρεσα!

Όσο νά 'ναι, πάντως, τριακόσια γραμμάρια πρέπει να τά 'χα χάσει -τα μακριά μαλάκια μου δηλαδή- κι ίσως γι αυτό και νά 'νιωθα ελαφρύτερος τώρα...

* * *

Το πρωί κατέβηκα στο πατρικό μου, δυο ορόφους πιο κάτω, να πάρω ένα σκούφο κι έπεσα μούρη με μούρη με τον πατέρα μου, μες στη ζοχάδα, πού 'χε αργήσει στη δουλειά. Με το που με είδε έμεινε τζον-τζον κι εγώ ετοιμάστηκα για μάχη. Αντί για φωνές και γαμοσταυρίδια, όμως, πήρε αυτό το χάλια ύφος του, το ξέχειλο σιχαμερή πατρική περηφάνια και μου αμόλησε ένα σοφολογιότατο:

-Α! Έτσι μπράβο! Να δούμε και το πρόσωπο σου. Όχι σαν πριν πού 'χες τις μπούκλες σαν αδελφούλα...

Γέλασε μόνος του, έπιασε το πορτοφόλι από την κωλότσεπη και μού 'δωσε ένα “εξτρά” πεντακοσάρικο, κλείνοντας μου βλακωδώς το μάτι. Κι εγώ ο ξεφτίλας, φυσικά, το πήρα...

Στις οκτώ, όταν έφευγα για το σχολείο, τό 'ρειχνε ακόμη ψιλό και δεν έδωσα σημασία. Μαλακία μου μεγάλη βέβαια, γιατί αν τό 'ξερα ότι μέχρι το μεσημέρι θά 'χαμε γίνει Βλαδιβοστόκ, σιγά μη κουρευόμουν και να πήγαινε να χεστεί κι ο Κυριάκος κι οι θεωρίες του. Στο σχολείο φυσικά κανείς δε μού 'πε τίποτα, ούτε καν “μεγειά”, κι ούτε καν μπούγιο-φάπες, που είναι και το έθιμο. Τίποτα, τίποτα, τίποτα. Απαρατήρητος, όπως πάντα, περνούσα την ώρα μου κοιτώντας τους άλλους, που κοιτούσαν απ' το παράθυρο το χιόνι πού 'πεφτε πυκνό κι ασταμάτητο. Πρώτη ώρα θρησκευτικά, κι όλοι προσεύχονταν ευλαβώς, να πρόκειται περί θεομηνίας, μπας και τό 'κλειναν το μπουρδέλο, να κάναμε διακοπές. Ώσπου, ξαφνικά, ένιωσα ένα χέρι να μου τραβά το σκούφο και μια φωνή αριστερού ψάλτη ν' αντηχεί στα πεταχτά, πλέον, αυτιά μου:

- Αποκαλύψου παιδί μου!

που σημαίνει απλά “ξεσκουφώσου”, αλλά στη γλώσσα των παπάδων και των θεολόγων. Κι αμέσως μετά:

- Για κοιτάχτε εδώ κύριοι! Ιδού υπόδειγμα άρρενος μαθητού. Κουρά καλαίσθητος κι από πλευράς υγιεινής, αρίστη! Εύγε νέε μου!

και μου χάιδεψε το κεφάλι αργά, λιμπιστικά και σίγουρα γουστάροντας, ο κωλομπαράς! Οι συμμαθητές μου συνέχισαν λοιπόν να κοιτούν το χιόνι και μόνο η Άννα από το μπροστινό θρανίο γύρισε και μού 'πε ψιθυριστά:

- Μεγειά σου, σου πάνε πολύ...

- Νά 'σαι καλά, ευχαριστώ, μα είχα ψυριάσει μέχρι και στα φρύδια, γλυκεία μου!

* * * *

Κατά τις 12, προς το τέλος της πέμπτης ώρας, πιάσανε επιτέλους κι οι προσευχές, κι ήρθε ο λύκος να μας πει ότι είχε πια εβδομήντα εκατοστά χιόνι στη πόλη κι ότι έπρεπε να φύγουμε, γιατί δε σταματούσε να το ρίχνει -κάθε άλλο μάλιστα- κι ότι θα τό 'λεγε στο ραδιόφωνο το βράδυ αν θά 'χαμε αύριο σχολείο και νά 'χουμε το νου μας. Βγήκαμε μες στην τρελή χαρά, αλλά τα παίξαμε κανονικά όταν είδαμε τι γινότανε στο δρόμο. Χιόνιζε και τ' αυτοκίνητα κολλούσανε στη λάσπη, το περπάτημα γινότανε αδύνατο -ακόμη και χωρίς τακούνια- ενώ τα λεωφορεία είχανε διακόψει κι είχαν φύγει για τ' αμαξοστάσια. Σ' ένα οικόπεδο παραδίπλα η κυρία Βήτα παρακαλούσε νά 'ρθουν να τη βοηθήσουν να ξεκολλήσει το παμπάλαιο κατσαριδάκι της, χρώμα, χάλια γαλάζιο της πισίνας. Της έριξα ένα μοχθηρό βλέμμα και την άφησα να σκούζει. Από λεβεντομαλάκες το σχολείο μας είχε καλό στοκ, όλο και κάποιος λοιπόν θα λασπωνόταν για χάρη της. Εγώ όχι!

Είπα να πάω σέρνοντας σπίτι, αλλά σκέφτηκα και τον Κυριάκο που θά 'χε γυρίσει αργά τη νύχτα από την εκδρομή και τώρα θα ξυπνούσε όπου νά 'ναι. Ήθελα να του δείξω και το κούρεμα, να μου λεγε και για τα ματς και πώς την έβλεπε για πρωταθλητές χειμώνα στο τέλος του Α' γύρου στο πρωτάθλημα. Βέβαια λεωφορεία δεν είχε ούτε για δείγμα, αλλά ούτε και ταξί να πλήρωνα με το ξεφτιλέ πεντακοσάρικο του πατέρα μου. Πως θα κατάφερνα λοιπόν να σκαρφαλώσω μέχρι τον Άγιο Παύλο, στο σπίτι της Ελενίτσας; Χιόνιζε ασταμάτητα και σε λίγο φαινότανε πως “με κόπο θα ξεκολλάγαμε το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, θα εκατοβουλιάζει ίσαμε το γόνατο”. Για να μη σου πω κι ότι θα καταλήγαμε στο “φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία-μία θα εμοιραζόμαστε τη σταφίδα”, και άλλα “ηρωικά και πένθιμα”, εμετικών “ποιητών του Αιγαίου”, αυτού του ιδίου δηλαδή που το κατουράνε συνέχεια τα ψάρια. Θα "εκατοχεζόμασταν" και θα "εκατογαμιόμασταν" εν ολίγοις.

Μπήκα στο “Θείο Βάνια” και πήρα τυρόπιτες, και τα “Σπορ του Βορρά” απ' το περίπτερο. Έβαλα τα βιβλία μου στη σακούλα κι ας λαδωνόντουσαν, έχωσα και την εφημερίδα κάτω απ' τα ρούχα, να με ζεσταίνει στο στήθος, και ξεκίνησα να τραβώ την ανηφόρα, έχοντας το χιόνι και τον άνεμο κόντρα.

Έκανα δύο ώρες να φτάσω στο κατσάβραχο! Δύο ώρες αναρρίχηση και διαδοχικές σαβούρντες, τα κατάφερα στο τέλος. Άσπρος απ' το χιόνι, λερωμένος απ' τη λάσπη, μιας και το Σέιχ-Σου έδειχνε νά 'χε ξυπνήσει για τα καλά μέσα του το Έβερεστ. Σαν κάποιους, που επιμένουν να λένε μούφες ότι, τάχα μου, ο Χορτιάτης είναι ηφαίστειο, κι όταν θα γίνει Βεζούβιος, θα θαφτούμε όλοι στις στάχτες, για νά 'χουν να βρίσκουν οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος, χιλιάδες τραγικές, απανθρακωμένες σιλουέτες με φραπεδοπότηρα στο χέρι.

Χτύπησα την πόρτα του τουρκόσπιτου και φώναξα “Μπόνζο” κι άκουσα από μέσα ν' απαντά η φωνή του Κυριάκου:

- Μετρώ μέχρι το τρία, ανοίγω και μπαίνεις σφαίρα, μη φύγει η ζέστη. Έτοιμος; Μετρώ... Ένα, δύο, τρία! Έμπα μαλάκα Μπόνζο! Ρε! Έμπα! Ρε! Χαχα! Φάε έναν Μπόνζο-χιονάνθρωπο, ρε...

* * * * *

Μέσα στο σπίτι καίει ξυλόσομπα κι είναι φούρνος κανονικός. Άσε που δεν υπάρχει γωνιά που να μην είναι καλυμμένη με φλοκάτες και κουρελούδες. Το κρεβάτι είναι στρωμένο κι έχει σκεπάσματα στο πάτωμα, πράμα που σημαίνει πως η Ελενίτσα δούλευε νυχτερινή, γιατί ο Κυριάκος κοιμάται μόνο με παρέα στο κρεββάτι. Αλλιώς, ξαπλώνει μόνος, κατάχαμα. Δεν μου τό 'χει πει ποτέ καθαρά, κι όποτε τον ρωτώ μου βγάζει κάτι ιστορίες ότι του το σύστησε, ντεμέκ, ο γιατρός για τη μέση του και πίπες, αλλά εγώ το έχω καταλάβει. Έβγαλα το παλτό μου, τίναξα το χιόνι στη σόμπα, τράβηξα και τα "Σπορ" από το στήθος και τον ρώτησα αν κοιμήθηκε πάλι κατάχαμα, πού 'βγαλε μόνος του τη νύχτα.

- Θες καφέ;

με ρώτησε και μου το έκοψε με τη μία, ενώ στο μεταξύ είχε προλάβει, με μια κίνηση, να χώσει τα σκεπάσματα στη ντουλάπα.

- Θέλω!

- Σκέτο;

- Σκέτο.

- Ο-κέι, βγάλε ρούχα και παπούτσια να στεγνώσουν και τράβα και κάνα μονάστερο από το ντουλάπι. Έχει και σοκολατένιες ελίτσες και κάτι παξιμάδια.

- Έφερα και παγωτό-τυρόπιτα άμα θες, είπα για να πω κι εγώ, αλλά μέ 'γραψε.

Έμεινα κι εγώ με τον σκούφο μέχρι τ' αφτιά και το βρακί, άσπρο “Μινέρβα” φυσικά, και πήγα ξυπόλητος να ψαχουλέψω στο ντουλάπι που στοίβαζε η Ελενίτσα, πού 'τανε έτσι κι αλλιώς θεά, τις σπονδές όλων όσων τη λάτρευαν κανονικά. Σε τρία ράφια του βωμού είχε στριμωγμένα, αλλά προσεκτικά πολύ, όλα τα αναλώσιμα δώρα που της κάνουν ασθενείς και συγγενείς: Κάτω-κάτω, μπουκάλια πορτοκαλάδα συμπυκνωμένη και ξινή, μάρκας “Ήβη”, που μόνο σε κάτι περίπτερα μπροστά στα νοσοκομεία πωλείτε. Και βυσσινάδα επίσης, ίδια. Δεύτερο ράφι, μπουκάλια, άπειρα, κακής ποιότητας κονιάκ, μονάστερο “Μεταξά”, και σε μεταλλικά κουτιά από μπισκότα, ελιές σοκολατένιες και γλυκά παξιμαδάκια από κηδείες και μνημόσυνα. Στο τρίτο ράφι, τέρμα πάνω και στο βάθος, η καβάντζα με τα χάπια και τ' αντιβηχικά σιρόπια, δίπλα ένα κουτί με χάρτινες εικονίτσες που μοιράζουν οι παπάδες στους θαλάμους, και τέρμα δεξιά, σ' ένα ξύλινο κουτί σαν μπιζουτιέρα, το “στρατέγκο”, που λέγαμε στα κρυφά με τον Κυριάκο: Αποκόμματα αγγελτηρίων θανάτου καπετάνιων κι ανταρτών, από το Ριζοσπάστη. Βαλμένα στη σειρά, κατά σύνταγμα και λόχο και βαθμό και αλφαβητικά. Τ' άρχισε ο πατέρας της, θα το τελειώσει, λέει, αυτή, και θα το παίξουμε κάποια στιγμή εμείς, επιτραπέζιο-αντάρτικο, μακάβριο στρατέγκο, μια μέρα που θα λείπει και θά 'χουμε τον χρόνο.

Στα μνημόσυνα και στις κηδείες την καλούν. Κι αυτή πηγαίνει. Και τις κάνουν δώρα για την ψυχή του τάδε και της δείνα που "κοίταξε". Είναι και δουλεία της, λέει. Γιατί, στα νοσοκομεία και στις κλινικές μπορεί νά 'ναι οι γιατροί που κάνουν θαύματα, αλλά στ' αλήθεια, οι νοσοκόμες είναι θεές! Και δη οι αποκλειστικές. Η Ελενίτσα που παίζει βόλους και “πέτρα-ψαλίδι-χαρτί” με τον χάρο κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα. Μέχρι που στο τέλος γίνονται κολλητάρια και κάθεται και του κάνει και τον δραγουμάνο του Άσχημου! Τη στιγμή που συγγενείς σκάνε μύτη με τη ψυχή στο στόμα, πέφτοντας σ' άδεια κρεβάτια και καινούργια σεντόνια, να ψάχνουν, τρέχοντας πάνω-κάτω στους ορόφους, στους διαδρόμους, το σώμα κι έναν καλό μεταφραστή. Σαν την Ελενίτσα μας, ας πούμε, πού 'ναι εκεί, μικρή θεά, για να κάνει τις συστάσεις με τον Άσχημο, και να πει το νόημα με τα δικά της λόγια, σχεδόν πάντα, τα ίδια, τα λόγια της δουλειάς:

"Ησύχασε
επιτέλους
δε κατάλαβε
τίποτα
σα κερί
έσβησε
στον ύπνο του
έφυγε
πέταξε
ζωή σε σας
πολύ σας αγαπούσε
βασανιζότανε
λίγο
ίσως
πολύ
και όμως
άντεξε
κράτησε
και στο τέλος
είπε
Αχ!
μ' ένα σπασμό
και τελείωσε
όμορφα
και τελείωσε
γλυκά.."

Αλλά αυτή τη φορά ήτανε κι η τελευταία και τελείωσε και πρώτος και μόνος και δεν περίμενε και κανέναν...

Κρατώντας φίδια στα χέρια, με μακιγιάζ απόκοσμο και δυο τεράστια γυμνά στήθη, να σείεται και να τρέμει ολόκληρη κι όλα να τα λέει κι όλα να τα εξηγεί, μικρή θεά. Σαν εκείνη της Κνωσού, που την είχανε φωτογραφία τα βιβλία ιστορίας και κάποτε με τρόμαζε πολύ. Τώρα πια όμως, χωρίς ντροπή, καυλώνω στη σκέψη της...

* * * * * *

Τράβηξα ένα μονάστερο κι έκλεισα το ντουλάπι. Γυρνώντας είδα τον Κυριάκο να βγαίνει από το κουζινάκι με τους καφέδες. Έσκυψε να τους αφήσει στο τραπεζάκι κι έβαλε τα γέλια κοιτώντας με. Νόμιζα ότι γελούσε γιατί 'χε πάρει χαμπάρι το κούρεμα, αλλά συνέχισε να γελά, κοιτώντας το βρακί μου:

- Μαλάκα Μπόνζο, σού 'χει σηκωθεί για τα καλά!

(συνεχίζεται)


7 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

edo egrapses logotechnia

Hand Rolling

Dis είπε...

ma pragmatika...exei dikio o/h anonimos. Vazeis polu psila ton pixi file alla den psarwnw. kali sunexeia moutch

Ανώνυμος είπε...

kai na skeftei kaneis oti o Solomos den exei emfanistei akoma! perimenoume th sunexeia

Ανώνυμος είπε...

Να μαι κι εγώ, κόλλησα και περιμένω τη συνέχεια!Δεν μπορώ να δω το 2!

pinus maritima

Ανώνυμος είπε...

ωραίος είσαι ρε νταντέ...
πρώτα πετάς το σταφ στην αγορά, πέντε φιξάκια στη σειρά να κολλήσει ο κόσμος, και μετά δημιουργείς τεχνιτή (υποθέτω) σπάνη...
άντε βάλε τίποτις και πάθαμε στέρηση...

Εδμούνδος Νταντές είπε...

Συγγνώμη συντροφάκι! Τό ρηξα στα ξίδια, κάτι άλλα γραψίματα, επαγγελματικά ντεμέκ, κι από χθες, λίγο και στα κλάματα... Να πούμε Παρασκευή; Ίσα να βρω ξανά χρόνο, αξιοπρέπεια και ρυθμό; Να φτιάξω και κανα αυγό μάτι...

Le grand écrivain είπε...

Έξοχο αγαπητέ Εδμούνδε!!! Σχεδόν αριστουργηματικό θα έλεγα... και είναι από τις ελάχιστες φορές που δεν κάνω πλάκα... Κρίμα που είστε κρυψίνους...