Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

2."Tα σάπια" [Τελευταίος Σολομός στο Παρίσι-2]

Από τότε που μένω μόνος κοιμάμαι στο πάτωμα. Το κρεβάτι είναι μόνο για παρέα, έχει καιρό λοιπόν που δεν άλλαξα σεντόνια. Έχω βγάλει και μιαν απίθανη ιστορία ότι, τάχα, με πονά η μέση μου και μου το σύστησε ο γιατρός και παπαριές. Την λέω όταν τίποτα σπάστες μουσαφίρηδες ρωτάν για τον υπνόσακο που μένει πεταμένος στην άκρη. Δεν με πιστεύουνε μάλλον, αλλά εγώ έχω προλάβει στο μεταξύ με μιαν ακροβατική κίνηση να χώσω τον υπνόσακο στην ντουλάπα, ρωτώντας στο άνετο αν θέλουνε καφέ. Συνήθως θέλουνε κι εγώ τους φτιάχνω.

Έχει πολύ καιρό που της είπα πως δεν θα με ξαναβρεί ποτέ μπροστά της. Ήταν κάποια κλάσματα δευτερολέπτου αφού μου είχε πει ότι ποτέ πια δεν θα με φιλούσε στα ξαφνικά στον δρόμο. Χρειάστηκα λίγες μέρες, γιατί μ´αυτό το τελευταίο η γλυκιά μου όχι μόνο είχε περάσει για τα καλά τον πήχη γράφοντας προσωπικό ρεκόρ, αλλά επιπλέον , δρατόμενη της ευκαιρίας, μου τον είχε θριαμβευτικά και στην ψύχρα καρφώσει στ' αριστερό τ' αυτί μου, το καλό, αυτό που το 'χω να κολλώ τ' ακουστικό του τηλεφώνου. Είχε πάρει ήδη τα πράγματα της κι είχε αφήσει τα κλειδιά μου στο ράφι. Έτσι έκλεισα το τηλέφωνο και δεν την είδα ποτέ ξανά. Δεν ξέρω που μένει, δεν ξέρω τι κάνει, δεν ξέρω κι αν ζει. Εξαφάνισα μεθοδικά όλα της τα ίχνη, απαγόρευσα κάθε αναφορά στο όνομα της και λίγο έλειψε να την εξαφανίσω κι από κάτι φωτογραφίες που τελικά προτίμησα με προσποιητή απλότητα να κάψω. Έκτοτε καλλιεργώ ένα στιλάκι πολύ “Εγώ είμαι ο Στάλιν των συναισθημάτων σύντροφοι... Στη Σιβηρία όλοι! Ζω! Ζω! Εγώ σας οδηγώ ! Νασντρόβια”, και τα λοιπά, και τα λοιπά και άλλα αξιολύπητα.

Αν λοιπόν εξαιρέσει κανείς την εποχή που βγαίνουν τα ροδάκινα, δεν τα καταφέρνω κι άσχημα με την απουσία. Μια χαρά την παλεύω. Όλον αυτόν τον καιρό μόνο μια φορά μου έλειψε στ' αλήθεια. Μια Τετάρτη του περασμένου Αυγούστου, την ώρα που σχολούσε η λαϊκή στο βουλεβάρτο που περνά μπροστά απ' το σπίτι μου. Βγήκα για τσιγάρα κι όλος ο δρόμος μύριζε απ' τα μαλλιά και το δέρμα της λεγάμενης. Στεγνό, απαλό και λείο, παρά τις άπειρες παιδικές πληγές στα γόνατα, αρκούσε η αντηλιά για ν' αρχίσει να μαυρίζει από τον Φλεβάρη κι ύστερα. Κανένας περίεργος μεσημβρινός, κανείς λευκός παράλληλος δεν έγραψε ποτέ την διαφορά των εποχών πάνω της. Γυμνή την έψαχνα να δω που αρχίζει και πού τελειώνει το καλοκαίρι στην βάση της πλάτης της. Μάταιο κι αυτό ανάμεσα στα τόσα άλλα.

- Τί ψάχνεις χαζέ; Σαν την μάνα μου κι εσύ... Αφού δεν φοράω μαγιό! Καταργήθηκαν!

Μύριζε πάντα ροδάκινο και το πιο εκπληκτικό ήταν ότι είχε κι ένα λεπτό ξανθό χνούδι που την έκανε να μοιάζει ακόμη περισσότερο με φρούτο.

Στεκόμουν τώρα άσκοπα έξω από το καπνοπωλείο με τα ρέστα στο χέρι. Μύριζα δύσπιστος το άρωμα απ' το σαπούνι της και κοίταγα με εμμονή γύρω και τριγύρω για να πετύχω το πέρασμα της. Δεν θα είχε πάει μακρυά. Προχώρησα γρήγορα προς την οδό Αλεξάνδρου Δουμά αναπνέοντας λαχανιαστά το άρωμα του αέρα, γεμάτος περιέργεια που είχε βρεθεί κάποιος Αύγουστος μήνας, ικανός να την κρατήσει στο Παρίσι. Οι δικοί μου Αύγουστοι, μήνες χωρίς πολύ ήλιο και με καθόλου θάλασσα, δεν τα 'χαν καταφέρει ποτέ μαζί της. Τριάντα μέτρα πιο κάτω από το φαρμακείο ήθελα να τη δω οπωσδήποτε, αλλά καμιά περαστική δεν της έμοιαζε. Θα τά ´δεινα όλα ρε γαμώτο κείνη τη στιγμή για μια καλή κοντινή ματιά πάνω της σε κόντρα πλονζέ χωρίς να πάρει μυρωδιά. Ή έστω μια μικρή απελπισμενη παρεξήγηση με καμιάν άγνωστη βρε αδερφέ, του τύπου “συγγνώμη σας πήρα για κάποιαν άλλη”. Αντί γι' αυτό, κενό απόλυτο, σουλούπια άσχετα, χωρίς το ποθητό σχήμα και μιαν όλο και πιο βαριά, υγρή μυρωδιά ροδάκινο να μου βγαίνει απ' τ' αριστερά του δρόμου. Γύρισα με τρόμο και κοίταξα με φρίκη.

Μετά, για ώρα πολύ καθισμένος στο απέναντι παγκάκι, αγκαλιά σχεδόν με μια ντάνα καφάσια σάπιους ευωδιαστούς γιαρμάδες και μαραμένα λάχανα, άναβα τσιγάρο με τσιγάρο χαζεύοντας πώς ξεκωλιαζότανε το μυγομάνι γύρω μου. Ό,τι σημαντικότερο για μένα στον κόσμο κείνη την μέρα, τελικά, ήταν σαπάκια απούλητα απ' τους μανάβηδες μιας λαϊκής τον Αύγουστο. Συνέχισα για κάμποσο ακόμη να κάθομαι ατάραχος, ενώ δίπλα, πάνω μου και μέσα γινότανε της γενικής αποδόμησης. Στο τέλος ένιωσα τα μπατζάκια μου βρεγμένα απ' τα νερά του συνεργείου του δήμου που καθάριζε με τη μάνικα, με τσαμπουκά και υψηλή πίεση, ό,τι 'χε απομείνει ακόμα απ' αυτήν. Σηκώθηκα να φύγω στα βιαστικά, αφήνοντας έναν ολόκληρο καινούργιο καπνό, χαρτάκια κι αναπτήρα αμανάτι στις μύγες.

Την είχα ακούσει για τα καλά με σάπια ροδάκινα και ποικίλες αναθυμιάσεις, ιδρωμένος - μούσκεμα, μες στο μυγόχεσμα. Ποιος "Απρίλης" μαλάκα 'Ελιοτ... Αύγουστος! Αύγουστος "ο μήνας ο σκληρός". Τόσα ξέρεις όμως κι εσύ έρημε! Έπιασα το τηλέφωνο με την ευφυΐα και τη αποφασιστικότητα κουζινομηχανής που τ' αλέθει όλα στη στιγμή. Βρήκα το νούμερο. Κλήση. Κλήση. Κλήση. Κλήση. Αναμονή. Αναμονή. Τηλεφωνητής. Τηλεφωνητής; Ευτυχώς! Δεν περιμένω. Κλείνω. Γρήγορα! Γρήγορα! Τσιγάρο. Τσιγάρο! Τσιγάρο; Πού είναι; Πού είναι;

Χαμένοι! Χαμένοι κι οι δυό κι ίσως για πάντα...

Αυτή μακρυά. Μακρυά, κάπου, εκεί που δεν ξέρω. Κι ο καπνός στο παγκάκι.

(συνεχίζεται)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ότι φτιάχτηκε για να ικανοποιεί τις ψαροορέξεις σας δεν είναι αρκετό για να μη βγαίνετε και αποπάνω κόντε μου; ααααχ..


φιλιά
σ/μ

Εδμούνδος Νταντές είπε...

Αν κάποιος άγνωστος σας χαρίσει ξαφνικά λουλούδια... θα είναι ευπρόσδεκτα! Αν πάλι είναι "φιλιά" και "ααααχ..." ακόμη καλύτερα!

Ειλικρινά δικός σας

Εδμούνδος

ΥΓ.: Merci de ne pas utiliser mon titre de Comte: il est strictement réservé aux... ennemies intimes!

la είπε...

"Θα τά ´δεινα όλα ρε γαμώτο κείνη τη στιγμή για μια καλή κοντινή ματιά πάνω της σε κόντρα πλονζέ χωρίς να πάρει μυρωδιά."

Δηλαδή θα ήσουν ξάπλωμενος στο δρόμο και θα την έβλεπες από κάτω(επειδή ανέφερες το κοντρ πλονζε.Για όποιον δεν ξέρει είναι κινηματογραφικό κάδρο οπού η κάμερα στο έδαφος σκοπεύει προς τα πάνω
Να με συγχωράς αλλά αυτό δεν είναι ερωτική απελπισία αλλά ματάκι.

υ.γ. θα σε παρακαλούσα να με δημοσιεύσεις, για να χαρεί και η μητέρα μου που δεν με σπούδασε τσάμπα.

Λα.