Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

4.Τα δένδρα της πόλης: Παυσίπονο στην τούμπα



«Φιλαράκι πάρε κι αυτά για το δρόμο!». Με μια χούφτα χαρτομάντιλα στο δεξί, μπας και σταματήσει η ρινορραγία και το υπόλοιπο κουτί σόφτεξ δώρο από τον ταρίφα στ’ αριστερό, προσπαθεί να καταλάβει αν ήρθε στη σωστή διεύθυνση. Ψάχνει για κάνα νούμερο «8» στην είσοδο, στη πόρτα, δίπλα, πάνω, κάτω από την φωτεινή επιγραφή και δεν βρίσκει τίποτα. Στο τέλος το παίρνει απόφαση και ρωτά, πάλι κάπως διστακτικά, τον πορτιέρη του ξενοδοχείου:

-Συγγνώμη το νούμερο 8 εδώ είναι ε;

-Βεβαίως! Περάστε και παρουσιαστείτε στην ρεσεψιόν, παρακαλώ.

«Παρουσιαστείτε» αντί «απευθυνθείτε», φως φανάρι ότι ο σύντροφος πορτιέρης είχε καθαρίσει πρόσφατα από στρατό και ως ελεύθερος πολίτης πια, εργαζόταν στο Χολιντέι ιν, βαρώντας γερμανικά νούμερα 2-4 στη πόρτα.

Περνά την είσοδο και προσπαθεί ακόμα να προσανατολισθεί. Με το χέρι του να σφίγγει τα ρουθούνια κόβοντας το οπτικό του πεδίο και τα παπούτσια του γλυστράνε στα μάρμαρα και στους γρανίτες. Κάποια στιγμή καταφέρνει , ωστόσο, να εντοπίσει την ρεσεψιόν. Η υπάλληλος, ψυλλιασμένη από το ασυνήθιστο της όψης και εντυπωσιασμένη από τον εκνευριστικό ήχο της σόλας στο μάρμαρο, κινητοποιεί όσα αποθέματα επαγγελματισμού της έχουν απομείνει τέτοιαν ώρα και δείχνει να διατηρεί την ψυχραιμία της ακόμη κι όταν η πρώτη κίνηση του επισκέπτη είναι να αφήσει ένα κουτί χαρτομάντιλα στον πάγκο.

-Καλημέρα σας! Της απευθύνεται πρώτος με μια μπάσα ένρινη φωνή της μπουκωμένης αίμα και χαρτομάντηλα μύτης.

-Καλημέρα σας. Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;

-Μήπως κατά λάθος υπάρχει κάπου ένας γιατρός που να παίζει και πιάνο;

-Για την αιμορραγία στη μύτη ...;

Προλαβαίνει να ψελλίσει, κάπως αιφνιδιασμένη από το ιδιόρρυθμο αίτημα ενός αιμοραγούντος αγνώστου που ζητά γιατρό με ειδικότητα «πιανίστας». Αλλά στο τέλος πιάνει το νόημα:

-Αχ! Συγγνώμη, συγγνώμη! Τώρα κατάλαβα… είστε ο φίλος του παιδιού με το πιάνο στο μπαρ… Εδώ είναι. Δουλεύει απόψε. Ακολουθήστε την ταμπελίτσα που γράφει «μπαρ». Έχει κλείσει τώρα, αλλά αυτός σας περιμένει εκεί. Να σπρώξετε την πόρτα. Σας περιμένει!

‘Όπου «παιδί με το πιάνο στο μπαρ», στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ένας χειρουργός παίδων,Επιμελητής Β’ του ΕΣΥ, με επίσης λαμπρές σπουδές μουσικής, αλλά και σοβαρή απώλεια εισοδήματος από τον περασμένο Μάιο λόγω «μνημονίου». Όχι ότι είχε παρατήσει ποτέ τη μουσική, αλλά όταν ήρθε ο Σεπτέμβρης και τα γαμημένα καταναλωτικά δάνεια της μάνας του τον έθεσαν προ του διλλήματος «φακελάκι στους μπόμπιρες ή Φρανκ Σινάτρα στους τουρίστες», αυτός επέλεξε, χωρίς δεύτερη σκέψη, τον «μεγάλο κρούνερ». Με επιχείρημα φοβερό ότι «αν πρέπει με το ζόρι να διαλέξεις μαφία», καλύτερα η έντεχνη.

-Ευχαριστώ! Και κάτι τελευταίο: οι τουαλέτες που βρίσκονται;

-Ακολουθήστε την ταμπελίτσα που λέει «Τουαλέτες».

*

Πολύ νερό, πολύ νερό στα μούτρα. Να φύγουνε τα αίματα. Και ξανά πολύ νερό. Και στα χέρια. Και το μηχάνημα που φτιάχνει θαλασσινές αύρες και παφλασμούς της τσέπης, φορητούς. Πέρνα τα χέρια σου απαλά και άφοβα από κάτω. Ένα μικρό αόρατο φως τα βλέπει όλα και δίνει εντολή να κλείσει το κύκλωμα. Να έρθει η θέρμη, οι άνεμοι και τα κύματα. Κι αυτό τ’ ηλεκτρικό καλοκαίρι που κρατά έξη δευτερόλεπτα όλο κι όλο. Κι αν δεν κώλωνε όμως και ξεβρακωνόταν επιτόπου, υπολογίζοντας τον χρόνο με την απλή μέθοδο των τριών; Στα έξη δευτερόλεπτα τόσο, στο για πάντα πόσο; Αν αποφάσιζε να μείνει εκεί, σφηνωμένος γυμνός, εκτεθειμένος στον θερμό άνεμο και τους ήχους μιας αυτόματης τροπικής παραλίας δίπλα απ΄ τους νιπτήρες; Αν το αποφάσιζε τελικά; Αλλά όχι… Λέει όχι κι έτσι έχουμε ακόμη μια χαμένη ευκαιρία το ίδιο βράδυ. Και στο για πάντα, με την απλή μέθοδο των τριών, μας κάνουνε πόσο;

* *

Πόρτες δίφυλλες π’ ανοίγουν διάπλατα κι ένα τρένο άνθρωποι πιασμένοι σφιχτά από τις λαγόνες. Οι άνδρες έχουνε τα σακάκια ριγμένα στους ώμους και τις γραβάτες στις τσέπες. Οι γυναίκες κουρασμένες γόβες στα χέρια και τα μαλλιά πιασμένα κότσους ξέσαλους απ’ τον ρυθμό και το απότομο της κίνησης. Μία πάνω το δεξί και μια τ΄αριστερό και μία το δεξί και μια τ’ αριστερό. Και παύση. Και τρία πηδήματα μπρος κι ένα πίσω και ξανά. Δεξί πόδι, αριστερό πόδι. Μπροστά πηγαίνει οδηγός κι Ερμής ψυχοπομπός, ασπρομάλλης κουστουμαρισμένος κύριος με κινήσεις που δείχνουν πως ξέρει τον χορό και τη μουσική και πριν καν να γεννηθούν οι υπόλοιποι. Κατευθείαν από το 45αρι των Forminx. Κι έτσι, την κρίσιμη στιγμή, θα γεμίσει αέρα το στήθος για να βγάλει την πολεμική κραυγή που θα σημάνει το τέλος της γιορτής: «Τζερόνιμοοοοο!»

«Ζντο-ζντο-ζτο! Φχαριστούμε αφεντικό!» και παλαμάκια και γέλια από την αγέλη των νέων και δυναμικών στελεχών της επιχείρησης. Ο ασπρομάλλης χαιρετά θριαμβευτικά κι ανταποδίδει : «Εγώ σας ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Αλλά τώρα στα κρεβάτια σας: Η πρωινή συνεδρία θα ξεκινήσει στις 9 ακριβώς. Μας χρειάζεται ύπνος».

Στο παρά τρίχα γαμώ τον χριστό τους και θά ‘τρωγε την πόρτα στα μούτρα, ποδοπατημένος από μεθυσμένους γιάπιδες που χορεύουνε «Γιάνκα» αφήνοντας πίσω τους ερημιά και χάος… Τι δουλεία έχει να τραβιέται εδώ νυχτιάτικα; Του χρειάζεται και ύπνος.

Με τα φώτα σβηστά να κάνουν σήμα ότι το μαγαζί έκλεισε, μόνο οι λάμπες ασφαλείας δίνουν κάποια εντύπωση του χώρου: Παντού καναπέδες και πολυθρόνες και μαρμάρινα χαμηλά τραπέζια. Η μεγάλη μπάρα στο βάθος και κοπέλες με κόκκινα γιλέκα που μαζεύουν βιαστικά τα ποτήρια σ’ ένα μεταλλικό τρόλεϊ. Η μαύρη σιλουέτα του πιάνου με την ουρά ανοιχτή σκιάζει ένα πρόσωπο που μόνο το διακριτικό φώς του αναλογίου αφήνει να φανεί το χαμόγελο του. Ένας γρήγορος ρυθμός ξεκινά. Πολύ γρήγορος. Ένα αγαπημένο τραγούδι παιγμένο σε «σπέσιαλ» διασκευή για ένα χέρι στο πιάνο. Ένα δεξί χέρι που παίζεινευρικά και αγχωμένα σαν να ‘ταν η τελευταία του φορά. Γρήγορα! Γρήγορα! Να τελειώνουμε πια. Έ, άμαν!

Τα παπούτσια γλυστράνε και τον εμποδίζουν να διασχίσει την αίθουσα στον ρυθμό της μουσικής που του αρέσει. Καθώς πλησιάζει, το πρόσωπο πίσω από το πιάνο αποκαλύπτεται κι αφήνει να διαγραφούν πάνω του τα ίχνη της προσπάθειας που απαιτεί η εκτέλεση. Πιο γρήγορο τέμπο από το κανονικό, το κομμάτι εξαντλείτε σ’ ένα λεπτό και κάτι και ο μόνος στίχος που έχει απομείνει αισθητός είναι ένα αηδιασμένο και λυτρωτικό «ε, άμαν» που κανονικά δεν το βρίσκεις παρά σε μια ίσως, σπάνια πια, εκτέλεση από συναυλία. Στη διασκευή του Γιατρού όλοι οι άλλοι στίχοι τραγουδιούνται υποχρεωτικά και μόνο στο μυαλό του εκτελεστή και των ακροατών επίσης. ‘Ολοι μαζί, στη σιωπή και σε απόλυτη αρμονία.

Τους έκρυψε εδώ και χρόνια, όταν ένα σούργελο, απ΄αυτά που πέρασαν μισή ζωή να φοβούνται μη τους ρίξουν τίποτα στο σοφτ-ντρινκ και την άλλη μισή να σιχτιρίζουν που δεν τους συνέβη ποτέ, πήγε να του πουλήσει εξυπνακισμό και τζάμπα σωφροσύνη αμολώντας ένα αφελές ντεμέκ: «Ρε συ, για την πρέζα δεν μιλάει αυτό το τραγούδι;». Όχι κρετίνε! Για τη στεναχώρια της στέρησης μιλά το τραγούδι, αλλά για να καταλάβεις φιλαράκι, πρέπει να την έχεις στο στόμα…

* * *

Έκανε έναν κώλο πιο πέρα και -ταπ-ταπ- χτύπησε ελαφρά την δερματίνη του ρυθμιζόμενου πάγκου, στο νόημα «κάτσε ‘δώ δίπλα μου». Μ’ένα δάχτυλο σκούπισε το δάκρυ από τον καπνό του τσιγάρου, ενώ το χαμόγελο που ‘γινε γελάκι άφησε τη γόπα να φύγει από τα χείλη και να κυλίσει στα μάρμαρα: «Ρε θα το φτιάξω εγώ για σόλο τούμπα και θα μείνετε όλοι μαλάκες! Αγνώριστο θα το κάνω. Γκράν-σούξε σε όλα τα ωδεία της επικράτειας!»

-Δεν μπορεί, θα βάλεις και λίγο πιάνο για να ξεκουράζει το σόλο… τι; Φόρα-παρτίδα όλα τούμπα; Να μπορεί να το παίξει και κανείς…

-Ναι ρε! Όλα τούμπα με τη μια. Θα ‘ναι για δεξιοτέχνες. Για μεγάλα αστέρια που το ‘χουν στο στόμα! Κάτι σαν το καπρίτσιο του Παγκανίνι, το 24, ένα πράμα – λες να το κάνω και ‘γω παραλλαγές;

Κι αμέσως, σαν για να πείσει, άνοιξε τα σκέλια του χωρώντας τρυφερά στο κάθισμα, σφιχτά αγκαλιασμένο στον αέρα, το σώμα ενός αόρατου χάλκινου πνευστού. Δεξί χέρι στα έμβολα, αριστερό στον μεταλλικό αυχένα, πέρασε υγρασία στα χείλια με τη γλώσσα και για λίγο έκανε πως ψάχνει τάχα μου να βρει το αέρινο μποκίνο του οργάνου, υπολογίζοντας με ακρίβεια τις αναλογίες του σώματος: γόνατα-υπογάστριο-στήθος. Να δείχνει αληθινή η μίμηση μιας τόσο σπουδαίας, μιας τόσο τέλειας μηχανής: Ζεστές, κοφτές με τη γλώσσα στα δόντια, εκπνοές να γίνονται ήχοι σ’ ένα χάλκινο σώμα. Έσφιξε τη μάσκα του προσώπου για να βελτιώσει τον παλμό και πήρε βαθιά ανάσα, πριν ν’ αρχίσει να ψάχνει μια-μία τις νότες στο στόμα του. Με τη γλώσσα, με τα χείλια, με τα δόντια. Γλύφοντας, φιλώντας και δαγκώνοντας τα όγδοα που σκάζαν αγχωμένα στον αέρα:

Πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα,

Πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα,

Πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα,

Πα-παα-πα-παα-πα-πααα (τρις)

-Νάτο που βγαίνει… μια χαρά βγαίνει μωρέ… Παπάρια πιάνο… δεν χρειάζεται πιάνο. ‘Όλα τούμπα! ‘Όλα τούμπα σε λέω!

* *

*

Saint-Denis 23/XII/'10


1 σχόλιο:

La είπε...

Τα διάβασα όλα. Θα μπορούσες να γράψεις και άλλα?

Λα.