Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

2.Τα δένδρα της πόλης: Μια μπουνιά στη μύτη

Στην αρχή ήταν κατά λάθος. Από ατύχημα. Πριν είκοσι χρόνια, μια φιλική μπουνιά που κατέληξε κάπως άγαρμπα στη μύτη. Παίζανε ένα παιχνίδι δικό τους τότε στη παρέα που το λέγανε «γαμώ τη μάνα σου». Εκεί που όλα ήταν ωραία και καλά, κάποιος ξεκινούσε και την έπεφτε στον πιο κακομοίρη της στιγμής, με ψεύτικη οργή και στο άσχετο, φωνάζοντας «τι είπες για τη μάνα μου ρε;». Όλοι οι άλλοι τότε αμέσως μπαίνανε στο νόημα κι αρχίζανε τάχα να ρωτούν κι αυτοί απορημένοι «τι είπε για τη μάνα του;» και «τι είπε για τη μάνα του;», μέχρι που στο τέλος, κάποιος τσογλαναράς έπαιρνε πρωτοβουλία και ανακοίνωνε μες στην τρελή χαρά: «εγώ τον άκουσα που είπε ότι σου γαμεί τη μάνα». «Τη μάνα μου ρε;» αναρωτιόταν ο και ντεμέκ θιγμένος φωναχτά και το γενικευμένο ξύλο άρχιζε, στο φιλικό πάντα, με όλους ανεξαιρέτως να ισχυρίζονται ότι σώνει και καλά τους γαμούσανε τη μάνα.

Σε μια τέτοια παρτίδα «γαμώ τη μάνα σου», λοιπόν, στο άγαλμα του Καρατάσου, Δεκέμβρη και με χιόνια την έφαγε στη μύτη την συναδελφική την άγαρμπη. Τον πήραν τα αίματα, έχασε για λίγο το φώς του, πόνεσε, φώναξε, σιχτίρισε και, το πιο περίεργο, με τη μύτη στα αίματα όλα άρχισαν να του μυρίζουν θάλασσα, πρόδρομο ίσως σημάδι μπελάδων που θα τον ακολουθούσαν για χρόνια. Χοντρές στάλες αίμα πέφτανε στο χιόνι και το λιώνανε κόκκινο, ενώ ο άγαρμπος και λοιπά φιλαράκια, παίζανε τώρα τους καλούς Σαμαρείτες με χαρτομάντιλα στα χέρια και τσακώνονταν για το πού να γύρει το κεφάλι του το θύμα (μπρος ή πίσω;), μπας και σταματούσε η ρινορραγία. Σε λίγο έχασε κι όλους τους ήχους από τριγύρω εκτός από αυτόν της θάλασσας που μύριζε στο μυαλού του. Μόνο τον φλοίσβο κάποιων κυμάτων άκουγε να χτυπούν στα ιγμόρεια κι από ‘κει και μέσα απ΄ τα κόκαλα του κρανίου, να καταλήγουν στ’ αυτιά του.

Κάποια στιγμή, σαν να μην άντεχε άλλο το τσίρκο που ‘χαν στήσει γύρω του τα αδίστακτα φιλαράκια , τους μέριασε με μια κίνηση του χεριού και βγήκε δυο βήματα, παραπατώντας μπροστά τους. Σαν κάτι να χε δει και σιγά-σιγά άρχισε να γονατίζει στο χιόνι και με το αίμα να τρέχει ακόμα. Ακολουθώντας τις στάλες στη τροχιά τους έσκυψε το κεφάλι του αργά, μέχρι μια πιθαμή από τις κόκκινες νιφάδες. Κάτι πρέπει να πήγε στραβά στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή, γιατί το μόνο που βρήκε να πει ο κόπανος, ξεκολλώντας με δυσκολία το ‘να χείλι απ΄ τ’ άλλο, ήταν η λέξη «γρεναδίνη». Δηλαδή σιρόπι από ρόδια. Κόκκινο, φανταχτερό, πηκτό σιρόπι σαν φρέσκο αίμα, καθαρό. Ποιος ξέρει τι άλλο να θυμήθηκε και πώς του ήρθε, πάντως αυτό βρήκε να πει: «Γρεναδίνη»!

*

Καιρό μετά μου έλεγε, ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάτι περίεργο έπαιξε: «γρεναδίνη-αίμα-χιόνια», εικόνα, λέξεις και σκέψεις μαζί, ήρθαν και σαν σβόλιασαν στο μυαλό του αφήνοντας ένα χνάρι που αν και το βλέπει στο κεφάλι δεν μπορεί να το περιγράψει με τίποτα. Ούτε καν να το ζωγραφίσει. Αλλά είναι εκεί πάντα. Και μπορεί να το δει όποτε θέλει. Το πιο θαυμαστό όμως , έλεγε πάλι, είναι το ότι με το που ήρθαν και κόλλησαν αυτά στο νου του, εκεί που ήταν μέσα στα αίματα και τα μούτρα στα χιόνια, άρχισε να νιώθει το κορμί του να παγώνει από μέσα και ήταν σα να γέμιζε κρύσταλλα παντού και ψυκτικό υγρό στις φλέβες. Δεν κρύωνε όμως. Απλά ήταν σα να ‘χε παγώσει το σύμπαν μέσα του με τη μία κι ένιωθε να ‘χει βαρύνει πολύ και κάθε μόριο του κορμιού του να έχει γίνει σα διάφανο ορυκτό που ζύγιζε τόνους. Είχε βρεθεί, στα ξαφνικά, να ‘ναι αναίσθητος στον πόνο και στην κάθε εξωτερική επαφή, και με τον ήχο και τη μυρωδιά της θάλασσας να έχουν κι αυτά το ίδιο ξαφνικά χαθεί. Κι εκεί που λέγανε να τον πάνε στο «Κεντρικό» που ήταν στα πενήντα μέτρα να τον δούνε οι γιατροί, νάσου να σηκώνεται σένιος και άνετος -με κάποιο ζόρι , είναι αλήθεια, λόγω που τα κρύσταλλα μέσα του ήταν βαριά - να τινάζει το χιόνι από τα γόνατα, και ούτε αιμορραγία, ούτε πόνος, ούτε τίποτα .

Σίγουρα δεν είναι οι λέξεις μαγικές και κάποια εξήγηση που στέκει με τη λογική θα υπάρχει –αυθυποβολή, ίσως και οι συνέπειες καμιάς αφρόντιστης διάσειση. Είναι όμως μεγάλο πράμα να μπορείς να παγώνεις το κορμί σου όποτε θέλεις κάνοντας το στη στιγμή ένα αναίσθητο, κρυστάλλινο τομάρι. Με μια σκέψη, μιαν εικόνα, τρεις «ό,τι-να-ναι» λέξεις να γίνεσαι υπεράνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τίποτα και δε φοβάται την επαφή και τον πόνο. Ικανός να σταματήσεις αιμορραγίες και ν’ ανακουφίσεις τις πληγές σου. Και δεν μιλάω μόνο για τις φάσεις όπου παίζει ξύλο και τσαμπουκάδες και ορμάς στο χαμό ασκεπτί γιατί ξέρεις ότι δεν θα καταλάβεις τίποτα, όσες κι αν μαζέψεις.

Για παράδειγμα, λίγο καιρό μετά, είναι κατά το Πάσχα, κι είμαστε αραχτοί με άλλους συμμαθητές στα πεζούλια της Γούναρη. Μια πουτάνα μέλισσα πάει και τσιμπά την Ελένη στο στήθος ακριβώς. Ε λοιπόν, αυτός ήταν που έβγαλε με το τσιμπιδάκι το κεντρί και όχι ο καραγκιόζης ο φαρμακοποιός που εντυπωσιασμένος από τέτοιες δεκαεξάχρονες βυζάρες, έτρεμε σαν να χτυπά φραπέ κάθε φορά που ‘κανε να την αγγίξει. Και ήτανε και λεπτοδουλειά, όχι μαλακίες… «Δεν κατάλαβα τίποτα» του είπε αφού της έβαλε και την αλοιφή. «Ούτε κι εγώ», ανταπάντησε κι ο άλλος, που είχε αρχίσει να μαθαίνει φαίνεται, ότι καλά τα χάδια, καλά και τα χαστούκια και τα λοιπά παθιασμένα εργόχειρα, αλλά αν είναι ν’ ακουμπάς ξένα τραύματα καλύτερα νά 'χεις τα χέρια αναίσθητα και παγωμένα από μέσα, σαν τα δικά του.

* *

«Να πας για τα παυσίπονα και το κολάρο αύριο πρωί-πρωί» της είπε καθώς την άφηνε στη διασταύρωση πάνω από την Ροτόντα. Θέλησε να κάνει και μια κίνηση να χαιρετήσει, αλλά νιώθοντας τη δόνηση του κινητού στη τσέπη -σημάδι ότι είχε αρχίσει να ανακτά τις αισθήσεις μέσα του- έχασε πολύτιμο χρόνο και η άλλη είχε ήδη γυρίσει τη πλάτη. «Μοναστηρίου 8», έλεγε το μήνυμα και είχε πάει και 2 τη νύχτα. Του ‘λειπε και ύπνος, αλλά τουλάχιστον θα μπορούσε να φορτωθεί στον Γιατρό, ίσως και για όλες τις υπόλοιπες μέρες. Βέβαια, καλά θα ήταν να έσκαγε τώρα και με τις παρτιτούρες που του 'χε παραγγείλει, αλλά ήταν στα μπαγάζια του που τα ‘χε αφήσει στο πατρικό. Κι ύστερα αύριο ήταν Σάββατο και θα ‘χαν μια χαρά χρόνο και γι’ αυτά.

Στάθηκε παραδίπλα από την Καμάρα και σταμάτησε ταξί. «Μοναστηρίου, στην αρχή της, παρακαλώ» έδωσε γραμμή στον ταξιτζή και άραξε την πλάτη χαλαρός στο πίσω κάθισμα καθώς τον εγκατέλειπαν το κρύο και τα κρύσταλλα από μέσα του. Έσφιξε τις χούφτες του να μπουν τα νύχια στις παλάμες για να σιγουρευτεί πάλι ότι νιώθει ξανά κι έκλεισε τα μάτια, καθώς τ’ αμάξι γκάζωνε να προλάβει τα φανάρια της Εγνατίας. Η επιτάχυνση έριξε το κεφάλι του προς τα πίσω και μια θαλασσινή μυρωδιά του ήρθε στα ρουθούνια. Ήχοι από κύματα μικρά, σαν αυτά που σκάν στις αμμουδιές τα καλοκαιριάτικα βράδια, άρχισαν να διαπερνούν το κρανίο του. Προσπάθησε να θυμηθεί από πού έρχονταν οι ήχοι και οι οσμές, αλλά είχε αρχίσει να του βγαίνει η κούραση. Δευτερόλεπτα αργότερα, ό ήχος από το σι-μπί τον έφερε αντιμέτωπο με το έντρομο βλέμμα του ταξιτζή στον καθρέφτη: «Φιλαράκι, ρε συ , τρέχει αίμα η μύτη σου!».

* *

*

Paris 18/XII/10

Δεν υπάρχουν σχόλια: