-(κάποιος κάνει πως δεν ακούει)
- Πού-εί-ναί-τό-σπά-θί-μού-λέ-ω;
-Το ποιο;
-Το σπαθάκι μου! Που είναι;
-Πάει το σπαθί σου! Το μάζεψε στη ντουλάπα ο μπαμπάς. Σπαθί τώρα, πάλι τις απόκριες … Καλοκαίριασε πια, κι εσύ όλο με το σπαθί στο χέρι ... Σπαθί. θά ΄χει πάλι του χρόνου!
-Θέλω το σπαθί μου!
-Δεν χρειάζεσαι σπαθί, λέμε! Και φύγε από δω μη λερωθείς με τα αλεύρια!
-‘Όχι! Όχι! Όχι!
-Ακούς τι σε λέω εγώ; Θα ‘ρθει τώρα η γιαγιά να σε πάρει να πάτε επίσκεψη.
-Μα το σπαθί μου…
-Είπαμε όχι! Σπαθί του χρόνου, που θα ντυθείς πάλι Ζορρό!
-Το σπαθί μου θέλω, σου λέω…
-Όχι! Και βλέπεις τι γράφει εδώ; Εδώ γράφει «ξύλο»!
-Τότε κι εγώ θα το βρω και θα σας σκοτώσω όλους!
-Α ναι; Τότε κι εγώ θα σου δώσω μια ανάποδη με τα δακτυλίδια να σε πάρουνε τα αίματα! Κακομαθημένε!
-Όλους! Όλους! Όλους! Με το σπαθάκι μου… Όλους σου λέω θα σας σκοτώσω!
-Λοιπόν, μικρέ, πλένω τα χέρια μου και έρχομαι να σε φτιάξω εγώ! Θα μετρήσω μέχρι το δέκα, και μέχρι να καθαρίσω τα ζυμάρια από τα δάκτυλα, κοίτα να ‘χεις μετανιώσει και να πεις «συγγνώμη μαμά»! Αλλιώς θα φας της χρονιάς σου. Λοιπόν, μετράω:
*
-Ένα…
Δέκα ένοχα δευτερόλεπτα αρχίζουν εδώ, με τον νεροχύτη να γίνεται κλεψύδρα, το βλέμμα του πιτσιρικά να εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα και τελικά να απογειώνεται στο ταβάνι της κουζίνας. Εκεί που πάνε και κολάνε κι οι κακές οι σκέψεις. Μαζί με τους ατμούς από τις κατσαρόλες και τα μαγειρέματα, και στάζουν μετά οικογενειακά δράματα στα κεφάλι μας! Και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων: «Οικογενειακή τραγωδία: τους έσφαξε όλους με το ξίφος του Ζορρό!»
-Δύο…
Κοίταξε το μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας και σκέφτηκε: «Αυτό κι αν είναι σπαθί! Θα το πάρω και θ' αρχίσω από τον μπαμπά !» Λέει να τον περιμένει στην πόρτα και με το που γυρίσει από το μαγαζί και θά ΄ναι πολύ κουρασμένος, θα σκάσει μια χαρτοσακούλα (μπαμ!) πίσω του, να τον τρομάξει. Αυτός θα γυρίσει να δει τι έγινε και τότε θα τον καρφώσει στη κοιλιά με το μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας. Μετά ο μπαμπάς του θα πεθάνει. Για πάντα. Η μαμά του θα κλαίει και θα θέλει να τον δείρει στην αρχή. Σίγουρα θα θέλει! Αλλά θα της περάσει… Θα πρέπει να φύγουνε μαζί για να τον περνά χεράκι-χεράκι απέναντι στους μεγάλους δρόμους. Γι αυτό θα πρέπει να της χαρίσει τη ζωή.
-Τρια…
Αλλά θα πρέπει φύγουνε γρήγορα. Πριν έρθει η αστυνομία και προλάβει να γυρίσει η αδερφή του από το γυμνάσιο. Θα πάρει το σπαθί του από την ντουλάπα και θα της πει «μη φοβάσαι μανούλα» και «θα πάμε να κρυφτούμε μακριά» και «κάπου που ποτέ δε θα μας βρούνε». Στη Χαλκιδική! Ξέρει πολύ καλά τα μέρη εκεί. Τα έχει εξερευνήσει με την Γιώτα που ο μπαμπάς της έχει ταβέρνα στη Καψόχωρα. Θα πάνε με λεωφορείο, όπως πήγαιναν πριν κερδίσει το λαχείο ο μπαμπάς και πάρουνε το Νίσαν. Στο δρόμο θα ζαλίζεται από τις στροφές και η μαμά του θα μαλώσει με τον οδηγό για να κάνει στάση για εμετό. Θα του κρατάει το μέτωπο και θα του δώσει να πιει νεράκι στο τέλος.
-Τέσσερα…
Όταν φτάσουνε, θα βρούνε μια μεγάλη παραλία -ίσως τον Γλαρόκαμπο. Εκεί θα φτιάξουνε μια καλύβα ινδιάνικη με καλάμια που θα είναι το σπίτι τους. Θα βουτάνε στη θάλασσα κάθε μέρα, το πρωί και το απόγευμα και το βράδυ. Στα διαλλείματα θα ψαρεύουνε μουρμούρες και σπάρους με πετονιά για να έχουν να τρώνε κι αυτός θα ξεκολλά με το σπαθί του πεταλίδες από τα βράχια που είναι ωραίες με λεμονάκι. Η μαμά του θα κλαίει, που και που, γιατί θα θυμάται τον μπαμπά και τη μεγάλη του την αδερφή. Κι αυτός θα την παρηγορεί και θα της λέει «αφού ρε μαμά ήτανε κακός!» Κι αυτή θα τον αποπαίρνει με αυστηρότητα: «Δε σου έχω πει ότι δε λέμε ‘ρε’;».
-Πέντε…
Το χειμώνα που κάνει κρύο και νυχτώνει νωρίς, θα ανάβουνε έναν μικρό φακό κι αυτή θα του μαθαίνει τα γαλλικά που έμαθε από τις καλόγριες στο Καλαμαρί, και που τόσο ντρέπεται να τα μιλά, μην την περάσουν για ξιπασμένη οι συνάδελφοι στο γραφείο. Και θα τα μάθει καλά και θα τα μιλάνε οι δυο τους για να μη καταλαβαίνουν οι άλλοι τι λένε, σα να ήταν μυστική γλώσσα. Και θα περνάει ο καιρός πολύ ωραία. Και θα έχουνε γίνει κατάμαυροι από τον ήλιο, με το σημάδι από το μαγιό να δείχνει τη διαφορά από το πόσο άσχημα ήτανε πριν τα πράματα.
-Έξη…
Μετά θα‘ρθει το καλοκαίρι και θα γεμίσουνε πάλι οι παραλίες με αδειούχους και μικρά παιδιά με μπρατσάκια στα χέρια. Οι γονείς τους τα έχουν βαρεθεί και τα αφήνουν επίτηδες να χαθούν ανάμεσα στις πολλές ομπρέλες, στις πετσέτες και στις ψάθες. Η δικιά του η μαμά τότε θα τα βρίσκει, θα σκουπίζει τα δάκρυα και τις μύξες τους και θα τα φέρνει να ζήσουνε μαζί μας. «Εμπρός λοιπόν, ας το γιορτάσουμε! θα στύψω λεμονάδα και θα φτιάξω τούρτα φράουλα για όλο τον περήφανο λαό των χαμένων παιδιών του Γλαρόκαμπου! Και μεγάλος αρχηγός ο πιτσιρικάς και πατροκτόνος κανακάρης μου!» Και με δάκρυα περηφάνιας στα μάτια θα του πει: «έλα δω να σε φιλήσω καμάρι μου!» Κι αυτός θ' ανταποδώσει τρυφερά: «κι εγώ σ' αγαπώ μαμά μου!»
-Επτά…
Μέχρι που ένα πρωί, κατά τα τέλη του Αυγούστου, θα σταματήσει με θόρυβο στην ακρογιαλιά ένα αμάξι μάρκας Νίσαν και θα κατέβει (τι έκπληξη!) ο μπαμπάς του ζωντανός! Ο-λο-ζώ-ντα-νος! Θα φορά μαγιό και σαγιονάρες, θα έχει μια πετσέτα στον ώμο και θα φωνάζει χαιρέκακα: «ώστε εδώ είστε πουλάκια μου και σας ψάχνω». Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί… γιατί... είναι μικρός ακόμα, και δεν ξέρει να σκοτώνει καλά τους γονείς του. Κι ύστερα, γιατί έχουνε και πολλούς γιατρούς, που είναι εκεί για να τους κάνουν καλά. Η αδερφή του θα είναι καθισμένη στη θέση της συνοδηγού -που κανονικά είναι της μαμάς και της την πήρε. Θα σκύψει και θα βγάλει ένα πολύ-πολύ μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας από το ντουλαπάκι που βάζουνε τα γυαλιά ηλίου, τους χάρτες και τις δραμαμίνες. Και θα το δώσει στον μπαμπά της και θα του πει «μπαμπακούλη μου, νάτος! νάτος ο μικρός! κοίτα εσύ να τον σκοτώσεις καλά γιατί, εκτός των άλλων, ήθελε να πάρει για δικό του και το παλιό μου το ποδήλατο, ο μπάσταρδος, και ‘γώ στο μεταξύ θα τους χαλάσω την καλύβα!»
-Οκτώ…
Και θα πλησιάζει ο μπαμπάς του απειλητικός με το πολύ-πολύ μεγάλο μαχαίρι στο χέρι και ένα μεγάλο χανσαπλάστ στη κοιλιά του λέγοντας «για έλα εδώ μικρέ να σου πω!» Κι ο μικρός τότε θ’ αρχίσει να φωνάζει τη μαμά του, στα γαλλικά, για να μη τους καταλάβει ο αντίπαλος: «Μaman, ma petite maman!» και θα ζητά το σπαθί, «το σπαθάκι του, καλέ», για τη μονομαχία -«Mon épée, ma petite maman!, Mon épée vite ! Oh, ma maman !» Αλλά μάταια… Μάταια, γιατί αυτή ήθελε να του πει από καιρό, αλλά δεν έβρισκε την ευκαιρία. Την φοβερή αλήθεια, ότι δεν τον αγαπάει πια! Θα του γελάσει τότε στα μούτρα και θα του ‘πει με τραγουδιστή φωνή: «Oh, mon petit choux ! Là-maintenant, tu saigneras… tu saigneras à mοοοοort, mon petit! Μon petit choux, tu crèveras pour de bon …» Κι έτσι θα γίνει ακριβώς. Τι άνιση μάχη! Και τι προδοσία!
-Εννιά…
Κι ύστερα θα μπούνε στ΄ αμάξι οι τρεις τους -μαμά, μπαμπάς και αδερφή- και θα φύγουνε να φάνε ψαράκια στο Μάλτεπε και θα βάλουνε και μουσική και θα τραγουδάνε στο δρόμο τραγούδια του Γιάννη Πάριου. Κι αυτός θα μείνει μόνος του. Μόνος, καλά σκοτωμένος στην άμμο. Με μια μεγάλη τρύπα να χάσκει στην κοιλιά και τους γλάρους να τον τρώνε κομματάκι-κυματάκι. Γιατί όσο ζούσε o κακομαθημένος, κάθε πρωί, ρουφούσε κι από ένα αβγό απ’ τις φωλιές τους και δεν είχανε πια γλαρόπουλα. Κι ήταν πολύ καλά θυμωμένοι μαζί του και αυτοί. Και πολύ μόνοι, επίσης.
Κι ένα πλαστικό σπαθί του Ζορρό χωμένο στην άμμο, να θυμήζει τα λάθη του.
-Δέκα… κι έρχομαι να σου δείξω εγώ…
* *
Να μια ωραία παιδική ιστορία για να πλαντάξεις στο κλάμα. Δέκα δευτερόλεπτα κακές σκέψεις στη κουζίνα και μια ζωή-φρίκη παντού. Για να καταφέρεις να συγκινήσεις κάπως, μπας και σώσεις τα παιδικά σου δοντάκια από τη σφαλιάρα που έρχεται. Κι ενώ ο τρόμος σε έχει καταλάβει για τα καλά και τα δάκρυα που διαθλούν το βλέμμα σου σε εμποδίζουν να δεις τα μελλούμενα, κάποιος που κατά βάθος ξέρει πόσο ακριβά σου κοστίζει και τώρα και για πάντα η προδοσία του, έρχεται σιγά-σιγά προς το μέρος σου. Μη! Μη κάνεις να φύγεις! Θέλει να σε πάρει αγκαλιά! Να σε ξαπλώσει στα γόνατα του στον εμπριμέ καναπέ του σαλονιού, και να σε κλάψει. Σε μια αυθεντική σκηνή πάθους. Μία «πιετά» με τα όλα της, με την «μάτερ ντολορόζα» να βαστά στην αγκαλιά της το κορμί του άδικα σκοτωμένου παιδιού της σε μιαν ακρογιαλιά της Χαλκιδικής. Στα ψέματα, βέβαια… Στα ψέματα και για παιχνίδι.
* * *
- Εντάξει… εντάξει… μη κλαις λαχανάκι μου… μη κλαίς άλλο. Θα στο δώσω το σπαθί σου. Κρυφά από όλους. Θα είναι όμως μυστικό δικό μας. Τα βράδια θα μου το δίνεις να το κρύβω, μην καταλάβουν οι άλλοι και σου πάρουν τα όπλα σου. Και θα μου δώσεις το λόγο σου να μη σκοτώσεις πια κανέναν με αυτό. Όχι άλλα αίματα. Εντάξει; Όχι άλλα αίματα. Μη κλαις τώρα άλλο… Φτάνει… Φτάνει τώρα λαχανάκι μου…
- Πέστο το στα γαλλικά μαμά! Πέστο μου στα γαλλικά! Μόνο για μένα…
- Ποιο; Το «λαχανάκι μου»; - Ορίστε και στα γαλλικά: « Mon petit choux… mon tout petit choux… » …
* *
*
Paris 21/XII/'10
6 σχόλια:
Αγαπητέ μου Εδμούνδε, επιτέλους!
Στα δικά μου παιδικά 10'' του τρόμου -και όχι μόνο, ομολογώ- ξεκλήριζα όλη την οικογένεια (μάνα-πατέρα αρχικά) με τη βοήθεια της αδερφής μου, την οποία ξέκανα τελευταία (ακριβώς γιατί χρειαζόμουν τη συνδρομή της). Κι ύστερα χανόμουν στο ηλιοβασίλεμα με την ...νταντά μου. Ο καθείς με τις αδυναμίες του.
Με συγκίνησες και με τάραξες βαθειά. Κι έχεις έναν τρόπο για τα πράγματα...
Να (μας) γράφεις πιο συχνά.
Αγαπητή ανώνυμη,
α- Τα δένδρα της πόλης τα 'χω γραμμένα και κάνουν 24 κομμάτια που πρέπει να διαβαστούν με τη σειρά, αρχίζοντας από το 0.
β- Γράφω όταν δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Χίλιες φορές καλύτερα να έσπαγα βιτρίνες, γαμώ τα κεπέγκια τους!
Ήταν απλώς μια διακριτική προστακτική αυτό το "να"... Δεν είχε ίχνος επιτακτικότητας. Τουλάχιστον, εσύ γράφεις όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Και γράφεις καλά, μην επαναλαμβάνομαι.
Τέλος, αγαπητέ Εδμούνδε, από που συμπέρανες πως είμαι "αγαπητή" ανώνυμη (που είμαι πράγματι ως προς το γραμματικό γένος) και όχι αγαπητός, ας πούμε, ή γάτα που μαθαίνει να πληκτρολογεί ή γλωσσομαθής σαύρα ή εξωγήινος ή ερμαφρόδιτο πλάσμα ή κουτάλι ή κάτι άλλο τέλος πάντων; Μη μείνω με την απορία...
Α, και τα κεπέγκια; Τι είναι;
Lapsus calami το πρώτο, αλλά μπορεί να ρεύομαι ακόμα -και με το συμπάθιο-έναν βαρύ Λακάν, μες στη λίγδα, που μπλάστρωσα πρόσφατα.
Κεπέγκια είναι τα λαμαρινένια,συμπαγή και ρολά των καταστημάτων.
Ψιτ Κ…
Ήμουν αλλού από τις τελευταίες μέρες και έχασα την επιστροφή σου με τα δέντρα της πόλης. Σε είδα σήμερα και σε καλωσορίζω, όπως ο Αύγουστος την πρώτη τη βροχή. Πότε θα ξαναέρθεις να σε πάω στο Σταθμό και να σου ρίξω μία ακόμα, με το πορτμπαγκάζ, στη μούρη;
Θ
παιδικές αναμνήσεις που η ανάγνωση τους προκαλεί παιδική χαρά. από αυτές τις χαρές που καμία "ενήλικη" δεν μπορεί να τις συναγωνιστεί!
Να με συγχωράς αλλά που θα πω ένα απλό υπέροχο, αλλά δεν το έχω με τον γραπτό λόγο.
Λα.
υ.γ.εγώ σκεφτόμουν πιτσιρίκα οτί τους κάνω πολλά βασανιστήρια πριν τους σκοτώσω!και χαμογελούσα(σαδιστικά) μόνη μου μεσα στην τάξη όταν τα σκεφτόμουνα και η δασκάλα με είχε περάσει για βαρεμένο!
Δημοσίευση σχολίου