Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Το χαμένο γκολ της 20ης Ιούνη του ΄78

Έχει μια βδομάδα που ΄χει τελειώσει το σχολείο. Θυμάμαι ακόμα τη γιορτή στη τάξη της κυρίας Λόλας στο υπόγειο νηπιαγωγείο του Ιωαννίδειου: θυμάμαι το ποιηματάκι που έμαθα απέξω για την περίσταση, θυμάμαι τους φίλους να καθόμαστε στους ξύλινους πάγκους μπροστά στο κουκλοθέατρο και τους γονείς απέναντι, θυμάμαι την κυρία Άννα να μας βάζει πάλι τις φωνές γιατί βρεχόμαστε στις βρύσες, θυμάμαι να κυνηγιόμαστε με χρωματιστές ζελατίνες στα μάτια απ' αυτές που τύλιγαν τα ζαχαρωτά "ευζωνάκια" του σχολικού κυλικείου. Του χρόνου η αδερφή μου θα πάει γυμνάσιο και γι' αυτό της έδωσαν "απολυτήριο", χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι την έδιωξαν από το σχολείο και σε αντίθεση με τον πατέρα μου, ο οποίος μας είχε συνηθίσει μέχρι τότε σε πιο κοινές και πιο στενάχωρες χρήσεις της λέξης "απόλυση". Διακοπές δε θα πάμε φέτος στη Καψόχωρα γιατί ο μπαμπάς μου δεν έχει άδεια και θα τη βγάλουμε μάλλον με μπάνια τα σαββατοκύριακα στην Επανομή. Έχει και Μουντιάλ στη τηλεόραση, που είναι όταν "παίζουν ποδόσφαιρο μεγάλοι, κι όχι ο ΠΑΟΚ, κάπου μακρυά".

"Στην Αργεντινή!", λέει ο ξάδερφος μου που μόλις τελείωσε την πρώτη γυμνασίου και έχει μανία με τη γεωγραφία αλλά και το ποδόσφαιρο.Προσπαθεί να μου εξηγήσει πού είναι η Αμερική αλλά σκοντάφτει στο πεντάχρονο μυαλό μου. Βέβαια είναι Άρης, αλλά ο πατέρας μου, που είναι και νουνός του, τον αντιμετωπίζει με κατανόηση. Αντίθετα με μένα που όποτε τολμήσω να φωνάξω ο "ΠΑΟΚ είναι κουρέλα", προκειμένου να κερδίσω το πατρικό ενδιαφέρον, καταλήγω με τρόπο συστηματικό τιμωρία κλειδωμένος στο μπάνιο, με κλειστό το φως. Ο πατέρας μου είχε από πάντα "αρχές"! Στο "τέλος" είχε όμως δυσκολίες κι αν δεν ήταν η μάνα μου να ανακαλύπτει ότι το μπάνιο ήταν πάλι κλειδωμένο, είμαι σίγουρος ότι θα είχα αφήσει προ πολλού τα παιδικά μου κόκαλα στη μπανιέρα.

*

Ο ξάδερφος μένει στη Βέροια, αλλά από Σεπτέμβρη θα μετακομίσουν οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη και θα μένουν ακριβώς από πάνω μας, στον τρίτο, και ακριβώς κάτω από τη γιαγιά τη Δήμητρα και τη θεία που μένουν στον τέταρτο. Λένε ότι εκείνη τη Τρίτη είχε ζέστη, αλλά εγώ δε θυμάμαι. Έχω πάει βόλτα στη παραλία με τον "Ντιντίνια" -έτσι φωνάζω τον ξάδερφο- και έχει υποσχεθεί ότι θα με γυρίσει σπίτι με το που ανάψουν τα φώτα του Δήμου στη Γούναρη, δηλαδή γύρω στις οκτώ, οκτώμισι. Έτσι κι αλλιώς έχει ματς το βράδυ, Ιταλία-Αυστρία και βιάζεται να το δει παρέα με τον πατέρα μου στο σαλόνι. Το μάτς θα τελειώσει 1-0, με γκολ του Ρόσσι στο 14', αλλά κανείς ακόμα δεν μπορεί να φανταστεί εκείνο το απόγευμα ότι κανείς Σαλονικιός δεν θα δει και δε θα θυμάται αυτό το ορφανό γκολ. Στο γυρισμό, θυμάμαι ότι ο ξάδερφος μου αγόρασε από το περίπτερο στα Ηλύσια ένα Μίκυ Μάους και υποσχέθηκε να μου το διαβάσει. Εγώ πάλι υποσχέθηκα, για να τον ευχαριστήσω, να φωνάξω "ζήτω ο Άρης" με το που φτάσουμε στο σπίτι. Έχει πέσει το σούρουπο, είμαστε στη Γούναρη με Τσιμισκή και στρίβουμε την Ισαύρων που είναι ακόμη ένα μικροσκοπικό σκοτεινό δρομάκι. Φτάνουμε στο σπίτι. Όλοι τους είναι στο μπαλκόνι και πίνουν καφέ. Μαζί και οι θειες μου. Μιλάνε για το γυμνάσιο που θα πάει η αδερφή μου που δεν το λένε πια "1ο Θηλέων" γιατί είναι πλέον "μεικτό". Δεν καταλαβαίνω Χριστό από τη συζήτηση κι έτσι προτιμώ να παίζω με κάτι πασχαλίτσες που μάλλον έχουν κάνει φωλιά πίσω από τη γλάστρα, στην υδρορροή του μπαλκονιού. Τις μαζεύω μία-μία στη χούφτα μου με προσοχή. Κάποια στιγμή, πλησιάζω την αδερφή μου, σηκώνω τον γιακά της στο σβέρκο κι αφήνω να γλιστρήσουν οι πασχαλίτσες στη πλάτη της. Με μιας ο χρόνος αρχίζει να τρέχει ξέφρενα. Η αδερφή μου βάζει τις φωνές. Μου χώνει ένα χαστούκι. Πονάω και μπήγω τα κλάματα. Οι μεγάλοι προσπαθούν να καταλάβουν τι έγινε. Η αδερφή μου φωνάζει. Εγώ αρπάζω τη μικρή σχάρα της υδρορροής του μπαλκονιού και χτυπώ την αδερφή μου στο χέρι. Το πουκάμισο της σκίζεται και ματώνει. Οι μεγάλοι προσπαθούν ακόμη να καταλάβουν τι έγινε κι εγώ είμαι πλέον σίγουρος ότι όποιος και να κερδίσει απόψε στο Ιταλία-Αυστρία, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει τη μοίρα μου: θα φάω πολύ, μα πάρα πολύ ξύλο απόψε!

*

Έχει πάνω από ώρα που κλαίω ασταμάτητα. Οι θειες έχουν φύγει, και η μητέρα μου, μου έχει φορέσει κάτι χάλια ροζ πιτζάμες και με κρατά στην κρεβατοκάμαρα. Απ' έξω παραμονεύει η αδερφή μου και ο πατέρας μου που συναγωνίζονται για το ποιος θα με τσακίσει πρώτος. Κάποια στιγμή η μητέρα μου πετάγεται σαν ελατήριο κι αρχίζει να γρυλίζει. Ορμά στη πόρτα κι αρχίζει να μαλώνει τον πατέρα μου. "Τον έχετε τρομάξει το μικρό, με τα καμώματα σας! Τώρα θα κοιμηθεί και μη τολμήσει να τον πειράξει κανείς σας". Φωνάζουν και οι δύο πολύ. Τσακώνονται για την πάρτη μου. Κατεβαίνω από το κρεββάτι και βγαίνω στο διάδρομο. Η αδερφή μου με βλέπει. Έχει ένα τσιρότο στο αριστερό χέρι. Κάνει να ορμήσει να με πιάσει. Τρέχω και κρύβομαι πίσω από τη φούστα της μάνας μου. Φωνάζουν και οι δύο πολύ. Πάρα πολύ κι είμαι βέβαιος ότι σε λίγο θα καταφτάσει η γιαγιά η Δήμητρα από τον τέταρτο να μας κατσαδιάσει όλους ανεξαιρέτως, κατά ύψος και ηλικιακή σειρά. Αλλά όχι...

*

Η ώρα είναι 23:02 ακριβώς. Το ματς έχει μόλις αρχίσει, αλλά τελικά δε θα το δει ο πατέρας μου και δεν θα φταίω εγώ. Δεν είναι τίποτα το μαγικό και κανείς δεν μπορεί να το ξέρει, αλλά σε ένα λεπτό από τώρα θα είμαστε και πάλι όλοι μιαν αγκαλιά, όλοι αγαπημένοι. Η αδερφή μου θα έχει ξεχάσει με μιας το τσιρότο στο χέρι της, η μητέρα μου θα ξεφωνίζει με έναν γλυκό πανικό "Γιώργο, τα παιδιά", κι εγώ θα βρεθώ κρεμασμένος από τον λαιμό του πατέρα μου χωρίς να φοβάμαι ότι θα τις φάω. Τρέμοντας και τρέχοντας θα κατεβαίνουνε τα 36 σκαλοπάτια που οδηγούν από τον δεύτερο όροφο στη Πλατεία Ναυαρίνου και που μόνο γι΄αυτήν τη νύχτα, θα μοιάζουν χιλιάδες . Σε 1 μόνο, ελάχιστο, λεπτό. Δεν είναι μαγικό... Είναι ένας θόρυβος μεγάλος, ένα βουητό, που ποτέ δεν ξανάκουσα. Είναι μια βία στη κίνηση των πάντων κι ένα χάσιμο σε όλα τα βλέμματα που ποτέ δεν ξανάνιωσα. Είναι μια μεγάλη κίτρινη σκόνη που θα μας τυλίξει όλους. Σε λίγο... Τώρα!


Στις 20 Ιουνίου 1978, στις 23 και 3 λεπτά και 58 δευτερόλεπτα γινόταν ο μεγάλος σεισμός στη Θεσσαλονίκη. 6,5 ρίχτερ, 49 νεκροί, 220 τραυματίες και σκόνη... σκόνη παντού. Όλος ο κόσμος στη πλατεία. Φωνές παντού. Κλάματα. Κλάματα. Είμαι ξυπόλυτος στη πλατεία. Σειρήνες. Σκόνη, σκόνη παντού. Η θεια μου με ντύνει βιαστικά στο παρκάκι με κάτι ρούχα που άρπαξε κατεβαίνοντας.

*

"Παιδιά έπεσε... έπεσε σας λέω... πάνε οι άνθρωποι! Έπεσε!"

*

Ένα μήνα νωρίτερα, του Αγίου Κωνσταντίνου, γιορτάζαμε οι τρεις μας: Ο Κώστας ο Κ., ο Κώστας ο Β. κι εγώ. Η κυρία Λόλα είχε συνήθεια να βάζει τα παιδιά που γιορτάζουν να κάθονται χωριστά κι εμείς είχαμε φροντίσει με τις μανάδες μας να πάρουμε γλυκά για να κεράσουμε τους συμμαθητές. Φορούσα τα καλά μου και ήμασταν απογευματινοί στη βάρδια. Στον Άγιο Κωνσταντίνο, στη Ιπποδρομίου, απέναντι από το σχολείο είχε πανηγύρι και πάγκους που πουλούσαν παιχνίδια και γλυκά. Η μάνα μου είχε φύγει νωρίτερα από το γραφείο για να με ντύσει και να περάσουμε από τον "Νίκο", το ζαχαροπλαστείο. Θυμάμαι να της ζητώ να πάρουμε παγωτά κι αυτή να μου λέει ''όχι", γιατί θα κρύωναν, τάχατες,τα λαιμά μας. Ψέματα, ψέματα της μάνας μου, και στο φινάλε, 2 κιλά σιχαμερές καριόκες!

*

Όταν γύρισε μετά από ώρα ο πατέρας μου, είπε ότι είχε πέσει η πολυκατοικία του "Νίκου" του ζαχαροπλαστείου, δίπλα από το σχολείο. Δεν μπορούσες να αναπνεύσεις από τη σκόνη και οι πυροσβέστες είχαν φέρει προβολείς από το Κρατικό Θέατρο για να φωτίσουν τα συντρίμμια. Δεν είχα καταλάβει τι μπορεί να σήμαιναν όλα αυτά. Η αδερφή μου πάλι, μάλλον ναι, κι έτσι έβαλε τα κλάματα και είδαν και πάθανε για να τη συνεφέρουν. Στη πλατεία δεν έπεφτε καρφίτσα και όλα τα ραδιόφωνα ήταν συντονισμένα στον ραδιοφωνικό σταθμό Μακεδονίας. Κάποιες θείτσες ψέλνανε τροπάρια, κι εγώ έκοβα βόλτες από τη μια άκρη της πλατείας στην άλλη, όντας περήφανος που δεν νύσταζα καθόλου, πράγμα που μπορεί και να σήμαινε ότι μεγαλώνω κιόλας. Τα καλοκαίρια οι νύχτες είναι μικρές, αλλά εγώ δεν το ήξερα ακόμα. Πρώτη φορά ξαγρυπνούσα κι όταν άρχισαν τα ξημερώματα, θυμάμαι εκείνο το μπλε της αυγής που δεν είχα ξαναζήσει και που θύμιζε ξανάστροφο σούρουπο. Εκείνη την ώρα ο πατέρας μου με πήρε να πάμε βόλτα και μου εξήγησε, με το που βγήκαμε προς την Παλαιών Πατρών Γερμανού, ότι θα φεύγαμε εγώ και η αδερφή μαζί με τις θειάδες για τη Βέροια. Η μαμά έπρεπε να μείνει στη Σαλονίκη γιατί όλοι οι υπάλληλοι του δήμου θα επιστρατεύονταν, πράγμα που σήμαινε ότι θα ήταν κάτι σαν φαντάροι, αλλά χωρίς στολές.



*

Στη πολυκατοικία του "Νίκου" σκοτώθηκαν 29 άνθρωποι. Ανάμεσα τους και παιδιά που, τα περισσότερα, πήγαιναν στο σχολείο μας. Ήταν και μια καλή φίλη της αδερφής μου, που η μνήμη της δεν την άφηνε σε ησυχία για μήνες κι ίσως για χρόνια. Εμένα δεν μου λέγαν τίποτα οι δικοί μου, γιατί ήμουνα μικρός. Δεν χρειάστηκε όμως να περάσει χρόνος μέχρι να 'ρθει ξανά του Αγίου Κωνσταντίνου για να καταλάβω τι έγινε. Δεν ξαναείδα ποτέ τον Κώστα Β. Αυτός και η οικογένεια του χάθηκαν κάτω από τα ερείπια της οικοδομής στο Ιπποδρόμιο.

*

Όταν το 2007 ξαναπάτησα το πόδι μου μετά από πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, βρήκα ευκαιρία να μαζέψω παλιές φωτογραφίες: ανάμεσα τους κι αυτή εκείνης της γιορτής στα νήπια. Ο Κώστας στέκει στα αριστερά. Μπροστά στο κουκλοθέατρο. Κι ολόγυρα εμείς. Η Νάσια, που ό,τι και να κάνει, πάντα θα την έχω στο μυαλό μου με εκείνο το φορεματάκι με τα τρενάκια, ο Νίκος, που είναι πια ο λατρεμένος "ελαφροχέρης" οδοντίατρος της Θώμης, ο "άτακτος" Αλέξης, κι ένα σωρό άλλοι φίλοι που ούτε που ξέρω που βρίσκονται και τι κάνουν, αλλά ας είναι καλά.

*

Προχθές η γαλλική τηλεόραση είχε αφιέρωμα στην ιστορία του Μουντιάλ. Παικταράς ο Ρόσι στην Ισπανία το '82, με την Ιταλία πρωταθλήτρια, κάποια στιγμή έδειξαν και το γκολ του στο ματς με την Αυστρία στο Μουντιάλ της Αργεντινής. Χρειάστηκε ώρα για να συνειδητοποιήσω ότι ήταν το "χαμένο" γκολ του μεγάλου σεισμού. Έψαξα να τσεκάρω τις ημερομηνίες και στην αρχή δεν έβγαιναν, μέχρι που ο Γ.Κ., καλός φίλος και κυρίως μεγαλύτερος, μου επισήμανε ότι ο αγώνας είχε γίνει την προηγούμενη μέρα και ήταν μαγνητοσκοπημένη μετάδοση λόγω διαφοράς ώρας! Μετά άρχιζαν να σκάνε όλα μαζί και αλυσιδωτά στο κεφάλι μου... μνήμες-καραμπόλες, μνήμες με κάθε λεπτομέρεια.

*

Χρειάστηκε να περάσουν 32 χρόνια για να κλάψω κι εγώ για ένα γκολ χωρίς να ντρέπομαι! Και για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, νιώθω ότι αυτό το μουντιάλ, έχει από προχθές τελειώσει για μένα. Είναι που θυμάμαι τους φίλους μου, είναι που οι νύχτες είναι και πάλι μικρές και οι αυγές μοιάζουν και πάλι με ξανάστροφα σούρουπα, αλλά μπορεί να σημαίνει ότι μεγαλώνω κιόλας.

* *
*

Φωτογραφία τραβηγμένη από τα σκαλάκια της πόρτας του ιερού του Αγίου Κωνσταντίνου,
από τον Καθηγητή του ΑΠΘ Κωνσταντίνο Σολδάτο.
Η Είσοδος του σχολείου μας και ο εκσκαφέας στα δεξιά να προχωρεί στην άρση των ερειπίων.

7 σχόλια:

Θ είπε...

Ήμουν πέντε. Ο αδερφός μου είχε γεννηθεί δέκα μέρες νωρίτερα. Κατά τις 9 πέρασα απέναντι την Ιταλίας (με ποιον;) και πήρα από το ψιλικατζίδικο – που είχε χύμα μπισκότα πτι μπερ σε ντενεκεδένιο κουτί – κάτι γαριδάκια που είχαν «δώρο» ένα μικρό εικονογραφημένο, μία ιστορία με κάτι ατσαλάκωτους καναδούς αστυνομικούς. Είχε πάει 11, η μάνα μου φρόντιζε το μωρό, ο πατέρας μου κοιτούσε με το ένα μάτι τα βιβλία του και με το άλλο την τηλεόραση περιμένοντας να αρχίσει το ματς. Από το θόρυβο περισσότερο ξαφνιάστηκα. Αυτό που με φόβισε ήταν ένα βάζο που έπεσε από το σύνθετο, πέρασε ξυστά από το κεφάλι μου και έσκασε στα πόδια μου, στο δρύινο πάτωμα. Τα γαριδάκια μου ανέβηκαν στον οισοφάγο και κατέληξα στην τουαλέτα να κάνω εμετό με τη μάνα μου και το μωρό πάνω από το κεφάλι μου. Το μωρό με κοιτούσε, κουνούσε τα χέρια και χαμογελούσε. «Κοίτα να δεις το σκατό» σκέφτηκα «εγώ πάω στα νήπια και τα έκανα πάνω μου, ενώ αυτό το πήρε στην πλάκα». Η πολυκατοικία είχε πάθει μόνο κάτι ψιλές ρωγμές στους σοβάδες, αλλά αργά τη νύχτα μπήκαμε στον κίτρινο σκαραβαίο και την κάναμε για τον Βόσπορο, για την προσφυγική μονοκατοικία του παππού μου. Μπαίνοντας στην Τσιμισκή ο πατέρας μου είπε πως εδώ είχε πέσει η πολυκατοικία. Έστριψα το κεφάλι δεξιά. Είχε σκόνη και φώτα και κόσμο και κάτι που έχουν τα όνειρα που πέφτεις και νιώθεις στον ύπνο σου τον αέρα να σου χτυπάει τα μούτρα.
Τα λέμε από κοντά
Θ

Ανώνυμος είπε...

Κατάλαβα επιτέλους τον τίτλο του μπλογκ.

Δεν σημαίνει οτι δεν πεθαίνει... αλλά ότι δεν υπάρχει τέλος.

Να θυμόμαστε όσους πέθαναν τότε.

nicos2310 είπε...

(το λιγότερο) ενθουσιάζομαι όταν ακούω ιστορίες/μαρτυρίες Θεσσαλονικέων που έζησαν μια απο τις συγκλονιστικότερες νύχτες...εγώ ήμουν μάλλον από τους πιο τυχερούς αφού έμενα στον πρώτο όροφο,κατέβηκα σε χρόνο dt με την οικογένεια μου και φύγαμε προς Πυλαία (δυόροφο γιαγιάς)...λυπάμαι πάντως,που δεν υπάρχει μια στήλη,ενα γλυπτό εμπνευσμένο απο τον άδικο κ σκληρό χαμό τόσων συνανθρώπων,1 σημείο να ανάψει κάποιος 1 κερί στη μνήμη αυτών τέλος πάντων!.Θα το έβλεπαν τουλάχιστον και οι θρασίτατοι υπαίτιοι κι όσοι σχετίζονται με αυτούς που πήραν τόσο κόσμο στο λαιμό τους και η Ελληνική 'δικαιοσύνη' τους αθώωσε με τη γνωστή μέθοδο παραγραφής των εγκλημάτων τους (:

Αιμόφιλος Τ. Ινφλουέντζας είπε...

Κωλοπαίδι...

Γιατί δεν γράφεις πιο συχνά;

Ε;

Kate είπε...

!
Μας διέλυσες από την άλλη μεριά της Ελλάδας.Ή μήπως της Ευρώπης πια;
Μπράβο...

πακιμποη είπε...

κι αλλο κι αλλο

πακιμποη είπε...

τελειωσα πριν λίγες μέρες το underworld του don dellillo και νομιζω ότι κάπως μου θυμισε αυτά που γράφεις. ίσως να φταίει που είχε αθλητικά στο βιβλίο κι αυτός... ίσως το ότι ασχολειστε και οι δυο με τα σκουπιδια της ιστορίας πίσω από τα ιστορικα γεγονότα.

http://en.wikipedia.org/wiki/Underworld_%28DeLillo_novel%29

δες τους τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου. μεγαλεπίβολοι ε?

το Part 2 – Elegy for Left Hand Alone μου θυμισε το φιλο σου τον αιμοφιλο. είναι ίσως μια από τις ευχαριστες εμμονές του

δεν ειναι για δημοσιευση το κομμεντ ε. οχι τπτ αλλο αλλα μη με σκατωσεις και μενα με κανένα φαρμακερό χαικού όπως έναν άλλο σχολιαστη. απλα σκεφτομουν τα κειμενα σου και είπα να στο πω. συνεχισε να γραφεις.