Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

4.Τα δένδρα της πόλης: Παυσίπονο στην τούμπα



«Φιλαράκι πάρε κι αυτά για το δρόμο!». Με μια χούφτα χαρτομάντιλα στο δεξί, μπας και σταματήσει η ρινορραγία και το υπόλοιπο κουτί σόφτεξ δώρο από τον ταρίφα στ’ αριστερό, προσπαθεί να καταλάβει αν ήρθε στη σωστή διεύθυνση. Ψάχνει για κάνα νούμερο «8» στην είσοδο, στη πόρτα, δίπλα, πάνω, κάτω από την φωτεινή επιγραφή και δεν βρίσκει τίποτα. Στο τέλος το παίρνει απόφαση και ρωτά, πάλι κάπως διστακτικά, τον πορτιέρη του ξενοδοχείου:

-Συγγνώμη το νούμερο 8 εδώ είναι ε;

-Βεβαίως! Περάστε και παρουσιαστείτε στην ρεσεψιόν, παρακαλώ.

«Παρουσιαστείτε» αντί «απευθυνθείτε», φως φανάρι ότι ο σύντροφος πορτιέρης είχε καθαρίσει πρόσφατα από στρατό και ως ελεύθερος πολίτης πια, εργαζόταν στο Χολιντέι ιν, βαρώντας γερμανικά νούμερα 2-4 στη πόρτα.

Περνά την είσοδο και προσπαθεί ακόμα να προσανατολισθεί. Με το χέρι του να σφίγγει τα ρουθούνια κόβοντας το οπτικό του πεδίο και τα παπούτσια του γλυστράνε στα μάρμαρα και στους γρανίτες. Κάποια στιγμή καταφέρνει , ωστόσο, να εντοπίσει την ρεσεψιόν. Η υπάλληλος, ψυλλιασμένη από το ασυνήθιστο της όψης και εντυπωσιασμένη από τον εκνευριστικό ήχο της σόλας στο μάρμαρο, κινητοποιεί όσα αποθέματα επαγγελματισμού της έχουν απομείνει τέτοιαν ώρα και δείχνει να διατηρεί την ψυχραιμία της ακόμη κι όταν η πρώτη κίνηση του επισκέπτη είναι να αφήσει ένα κουτί χαρτομάντιλα στον πάγκο.

-Καλημέρα σας! Της απευθύνεται πρώτος με μια μπάσα ένρινη φωνή της μπουκωμένης αίμα και χαρτομάντηλα μύτης.

-Καλημέρα σας. Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;

-Μήπως κατά λάθος υπάρχει κάπου ένας γιατρός που να παίζει και πιάνο;

-Για την αιμορραγία στη μύτη ...;

Προλαβαίνει να ψελλίσει, κάπως αιφνιδιασμένη από το ιδιόρρυθμο αίτημα ενός αιμοραγούντος αγνώστου που ζητά γιατρό με ειδικότητα «πιανίστας». Αλλά στο τέλος πιάνει το νόημα:

-Αχ! Συγγνώμη, συγγνώμη! Τώρα κατάλαβα… είστε ο φίλος του παιδιού με το πιάνο στο μπαρ… Εδώ είναι. Δουλεύει απόψε. Ακολουθήστε την ταμπελίτσα που γράφει «μπαρ». Έχει κλείσει τώρα, αλλά αυτός σας περιμένει εκεί. Να σπρώξετε την πόρτα. Σας περιμένει!

‘Όπου «παιδί με το πιάνο στο μπαρ», στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ένας χειρουργός παίδων,Επιμελητής Β’ του ΕΣΥ, με επίσης λαμπρές σπουδές μουσικής, αλλά και σοβαρή απώλεια εισοδήματος από τον περασμένο Μάιο λόγω «μνημονίου». Όχι ότι είχε παρατήσει ποτέ τη μουσική, αλλά όταν ήρθε ο Σεπτέμβρης και τα γαμημένα καταναλωτικά δάνεια της μάνας του τον έθεσαν προ του διλλήματος «φακελάκι στους μπόμπιρες ή Φρανκ Σινάτρα στους τουρίστες», αυτός επέλεξε, χωρίς δεύτερη σκέψη, τον «μεγάλο κρούνερ». Με επιχείρημα φοβερό ότι «αν πρέπει με το ζόρι να διαλέξεις μαφία», καλύτερα η έντεχνη.

-Ευχαριστώ! Και κάτι τελευταίο: οι τουαλέτες που βρίσκονται;

-Ακολουθήστε την ταμπελίτσα που λέει «Τουαλέτες».

*

Πολύ νερό, πολύ νερό στα μούτρα. Να φύγουνε τα αίματα. Και ξανά πολύ νερό. Και στα χέρια. Και το μηχάνημα που φτιάχνει θαλασσινές αύρες και παφλασμούς της τσέπης, φορητούς. Πέρνα τα χέρια σου απαλά και άφοβα από κάτω. Ένα μικρό αόρατο φως τα βλέπει όλα και δίνει εντολή να κλείσει το κύκλωμα. Να έρθει η θέρμη, οι άνεμοι και τα κύματα. Κι αυτό τ’ ηλεκτρικό καλοκαίρι που κρατά έξη δευτερόλεπτα όλο κι όλο. Κι αν δεν κώλωνε όμως και ξεβρακωνόταν επιτόπου, υπολογίζοντας τον χρόνο με την απλή μέθοδο των τριών; Στα έξη δευτερόλεπτα τόσο, στο για πάντα πόσο; Αν αποφάσιζε να μείνει εκεί, σφηνωμένος γυμνός, εκτεθειμένος στον θερμό άνεμο και τους ήχους μιας αυτόματης τροπικής παραλίας δίπλα απ΄ τους νιπτήρες; Αν το αποφάσιζε τελικά; Αλλά όχι… Λέει όχι κι έτσι έχουμε ακόμη μια χαμένη ευκαιρία το ίδιο βράδυ. Και στο για πάντα, με την απλή μέθοδο των τριών, μας κάνουνε πόσο;

* *

Πόρτες δίφυλλες π’ ανοίγουν διάπλατα κι ένα τρένο άνθρωποι πιασμένοι σφιχτά από τις λαγόνες. Οι άνδρες έχουνε τα σακάκια ριγμένα στους ώμους και τις γραβάτες στις τσέπες. Οι γυναίκες κουρασμένες γόβες στα χέρια και τα μαλλιά πιασμένα κότσους ξέσαλους απ’ τον ρυθμό και το απότομο της κίνησης. Μία πάνω το δεξί και μια τ΄αριστερό και μία το δεξί και μια τ’ αριστερό. Και παύση. Και τρία πηδήματα μπρος κι ένα πίσω και ξανά. Δεξί πόδι, αριστερό πόδι. Μπροστά πηγαίνει οδηγός κι Ερμής ψυχοπομπός, ασπρομάλλης κουστουμαρισμένος κύριος με κινήσεις που δείχνουν πως ξέρει τον χορό και τη μουσική και πριν καν να γεννηθούν οι υπόλοιποι. Κατευθείαν από το 45αρι των Forminx. Κι έτσι, την κρίσιμη στιγμή, θα γεμίσει αέρα το στήθος για να βγάλει την πολεμική κραυγή που θα σημάνει το τέλος της γιορτής: «Τζερόνιμοοοοο!»

«Ζντο-ζντο-ζτο! Φχαριστούμε αφεντικό!» και παλαμάκια και γέλια από την αγέλη των νέων και δυναμικών στελεχών της επιχείρησης. Ο ασπρομάλλης χαιρετά θριαμβευτικά κι ανταποδίδει : «Εγώ σας ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Αλλά τώρα στα κρεβάτια σας: Η πρωινή συνεδρία θα ξεκινήσει στις 9 ακριβώς. Μας χρειάζεται ύπνος».

Στο παρά τρίχα γαμώ τον χριστό τους και θά ‘τρωγε την πόρτα στα μούτρα, ποδοπατημένος από μεθυσμένους γιάπιδες που χορεύουνε «Γιάνκα» αφήνοντας πίσω τους ερημιά και χάος… Τι δουλεία έχει να τραβιέται εδώ νυχτιάτικα; Του χρειάζεται και ύπνος.

Με τα φώτα σβηστά να κάνουν σήμα ότι το μαγαζί έκλεισε, μόνο οι λάμπες ασφαλείας δίνουν κάποια εντύπωση του χώρου: Παντού καναπέδες και πολυθρόνες και μαρμάρινα χαμηλά τραπέζια. Η μεγάλη μπάρα στο βάθος και κοπέλες με κόκκινα γιλέκα που μαζεύουν βιαστικά τα ποτήρια σ’ ένα μεταλλικό τρόλεϊ. Η μαύρη σιλουέτα του πιάνου με την ουρά ανοιχτή σκιάζει ένα πρόσωπο που μόνο το διακριτικό φώς του αναλογίου αφήνει να φανεί το χαμόγελο του. Ένας γρήγορος ρυθμός ξεκινά. Πολύ γρήγορος. Ένα αγαπημένο τραγούδι παιγμένο σε «σπέσιαλ» διασκευή για ένα χέρι στο πιάνο. Ένα δεξί χέρι που παίζεινευρικά και αγχωμένα σαν να ‘ταν η τελευταία του φορά. Γρήγορα! Γρήγορα! Να τελειώνουμε πια. Έ, άμαν!

Τα παπούτσια γλυστράνε και τον εμποδίζουν να διασχίσει την αίθουσα στον ρυθμό της μουσικής που του αρέσει. Καθώς πλησιάζει, το πρόσωπο πίσω από το πιάνο αποκαλύπτεται κι αφήνει να διαγραφούν πάνω του τα ίχνη της προσπάθειας που απαιτεί η εκτέλεση. Πιο γρήγορο τέμπο από το κανονικό, το κομμάτι εξαντλείτε σ’ ένα λεπτό και κάτι και ο μόνος στίχος που έχει απομείνει αισθητός είναι ένα αηδιασμένο και λυτρωτικό «ε, άμαν» που κανονικά δεν το βρίσκεις παρά σε μια ίσως, σπάνια πια, εκτέλεση από συναυλία. Στη διασκευή του Γιατρού όλοι οι άλλοι στίχοι τραγουδιούνται υποχρεωτικά και μόνο στο μυαλό του εκτελεστή και των ακροατών επίσης. ‘Ολοι μαζί, στη σιωπή και σε απόλυτη αρμονία.

Τους έκρυψε εδώ και χρόνια, όταν ένα σούργελο, απ΄αυτά που πέρασαν μισή ζωή να φοβούνται μη τους ρίξουν τίποτα στο σοφτ-ντρινκ και την άλλη μισή να σιχτιρίζουν που δεν τους συνέβη ποτέ, πήγε να του πουλήσει εξυπνακισμό και τζάμπα σωφροσύνη αμολώντας ένα αφελές ντεμέκ: «Ρε συ, για την πρέζα δεν μιλάει αυτό το τραγούδι;». Όχι κρετίνε! Για τη στεναχώρια της στέρησης μιλά το τραγούδι, αλλά για να καταλάβεις φιλαράκι, πρέπει να την έχεις στο στόμα…

* * *

Έκανε έναν κώλο πιο πέρα και -ταπ-ταπ- χτύπησε ελαφρά την δερματίνη του ρυθμιζόμενου πάγκου, στο νόημα «κάτσε ‘δώ δίπλα μου». Μ’ένα δάχτυλο σκούπισε το δάκρυ από τον καπνό του τσιγάρου, ενώ το χαμόγελο που ‘γινε γελάκι άφησε τη γόπα να φύγει από τα χείλη και να κυλίσει στα μάρμαρα: «Ρε θα το φτιάξω εγώ για σόλο τούμπα και θα μείνετε όλοι μαλάκες! Αγνώριστο θα το κάνω. Γκράν-σούξε σε όλα τα ωδεία της επικράτειας!»

-Δεν μπορεί, θα βάλεις και λίγο πιάνο για να ξεκουράζει το σόλο… τι; Φόρα-παρτίδα όλα τούμπα; Να μπορεί να το παίξει και κανείς…

-Ναι ρε! Όλα τούμπα με τη μια. Θα ‘ναι για δεξιοτέχνες. Για μεγάλα αστέρια που το ‘χουν στο στόμα! Κάτι σαν το καπρίτσιο του Παγκανίνι, το 24, ένα πράμα – λες να το κάνω και ‘γω παραλλαγές;

Κι αμέσως, σαν για να πείσει, άνοιξε τα σκέλια του χωρώντας τρυφερά στο κάθισμα, σφιχτά αγκαλιασμένο στον αέρα, το σώμα ενός αόρατου χάλκινου πνευστού. Δεξί χέρι στα έμβολα, αριστερό στον μεταλλικό αυχένα, πέρασε υγρασία στα χείλια με τη γλώσσα και για λίγο έκανε πως ψάχνει τάχα μου να βρει το αέρινο μποκίνο του οργάνου, υπολογίζοντας με ακρίβεια τις αναλογίες του σώματος: γόνατα-υπογάστριο-στήθος. Να δείχνει αληθινή η μίμηση μιας τόσο σπουδαίας, μιας τόσο τέλειας μηχανής: Ζεστές, κοφτές με τη γλώσσα στα δόντια, εκπνοές να γίνονται ήχοι σ’ ένα χάλκινο σώμα. Έσφιξε τη μάσκα του προσώπου για να βελτιώσει τον παλμό και πήρε βαθιά ανάσα, πριν ν’ αρχίσει να ψάχνει μια-μία τις νότες στο στόμα του. Με τη γλώσσα, με τα χείλια, με τα δόντια. Γλύφοντας, φιλώντας και δαγκώνοντας τα όγδοα που σκάζαν αγχωμένα στον αέρα:

Πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα,

Πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα,

Πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα-πα,

Πα-παα-πα-παα-πα-πααα (τρις)

-Νάτο που βγαίνει… μια χαρά βγαίνει μωρέ… Παπάρια πιάνο… δεν χρειάζεται πιάνο. ‘Όλα τούμπα! ‘Όλα τούμπα σε λέω!

* *

*

Saint-Denis 23/XII/'10


Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

3.Τα δένδρα της πόλης: Κακές σκέψεις στη κουζίνα


-Πού είναι το σπαθί μου;

-(κάποιος κάνει πως δεν ακούει)

- Πού-εί-ναί-τό-σπά-θί-μού-λέ-ω;

-Το ποιο;

-Το σπαθάκι μου! Που είναι;

-Πάει το σπαθί σου! Το μάζεψε στη ντουλάπα ο μπαμπάς. Σπαθί τώρα, πάλι τις απόκριες Καλοκαίριασε πια, κι εσύ όλο με το σπαθί στο χέρι ... Σπαθί. θά ΄χει πάλι του χρόνου!

-Θέλω το σπαθί μου!

-Δεν χρειάζεσαι σπαθί, λέμε! Και φύγε από δω μη λερωθείς με τα αλεύρια!

-‘Όχι! Όχι! Όχι!

-Ακούς τι σε λέω εγώ; Θα ‘ρθει τώρα η γιαγιά να σε πάρει να πάτε επίσκεψη.

-Μα το σπαθί μου…

-Είπαμε όχι! Σπαθί του χρόνου, που θα ντυθείς πάλι Ζορρό!

-Το σπαθί μου θέλω, σου λέω…

-Όχι! Και βλέπεις τι γράφει εδώ; Εδώ γράφει «ξύλο»!

-Τότε κι εγώ θα το βρω και θα σας σκοτώσω όλους!

-Α ναι; Τότε κι εγώ θα σου δώσω μια ανάποδη με τα δακτυλίδια να σε πάρουνε τα αίματα! Κακομαθημένε!

-Όλους! Όλους! Όλους! Με το σπαθάκι μου… Όλους σου λέω θα σας σκοτώσω!

-Λοιπόν, μικρέ, πλένω τα χέρια μου και έρχομαι να σε φτιάξω εγώ! Θα μετρήσω μέχρι το δέκα, και μέχρι να καθαρίσω τα ζυμάρια από τα δάκτυλα, κοίτα να ‘χεις μετανιώσει και να πεις «συγγνώμη μαμά»! Αλλιώς θα φας της χρονιάς σου. Λοιπόν, μετράω:

*

-Ένα…

Δέκα ένοχα δευτερόλεπτα αρχίζουν εδώ, με τον νεροχύτη να γίνεται κλεψύδρα, το βλέμμα του πιτσιρικά να εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα και τελικά να απογειώνεται στο ταβάνι της κουζίνας. Εκεί που πάνε και κολάνε κι οι κακές οι σκέψεις. Μαζί με τους ατμούς από τις κατσαρόλες και τα μαγειρέματα, και στάζουν μετά οικογενειακά δράματα στα κεφάλι μας! Και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων: «Οικογενειακή τραγωδία: τους έσφαξε όλους με το ξίφος του Ζορρό!»

-Δύο…

Κοίταξε το μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας και σκέφτηκε: «Αυτό κι αν είναι σπαθί! Θα το πάρω και θ' αρχίσω από τον μπαμπά !» Λέει να τον περιμένει στην πόρτα και με το που γυρίσει από το μαγαζί και θά ΄ναι πολύ κουρασμένος, θα σκάσει μια χαρτοσακούλα (μπαμ!) πίσω του, να τον τρομάξει. Αυτός θα γυρίσει να δει τι έγινε και τότε θα τον καρφώσει στη κοιλιά με το μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας. Μετά ο μπαμπάς του θα πεθάνει. Για πάντα. Η μαμά του θα κλαίει και θα θέλει να τον δείρει στην αρχή. Σίγουρα θα θέλει! Αλλά θα της περάσει… Θα πρέπει να φύγουνε μαζί για να τον περνά χεράκι-χεράκι απέναντι στους μεγάλους δρόμους. Γι αυτό θα πρέπει να της χαρίσει τη ζωή.

-Τρια…

Αλλά θα πρέπει φύγουνε γρήγορα. Πριν έρθει η αστυνομία και προλάβει να γυρίσει η αδερφή του από το γυμνάσιο. Θα πάρει το σπαθί του από την ντουλάπα και θα της πει «μη φοβάσαι μανούλα» και «θα πάμε να κρυφτούμε μακριά» και «κάπου που ποτέ δε θα μας βρούνε». Στη Χαλκιδική! Ξέρει πολύ καλά τα μέρη εκεί. Τα έχει εξερευνήσει με την Γιώτα που ο μπαμπάς της έχει ταβέρνα στη Καψόχωρα. Θα πάνε με λεωφορείο, όπως πήγαιναν πριν κερδίσει το λαχείο ο μπαμπάς και πάρουνε το Νίσαν. Στο δρόμο θα ζαλίζεται από τις στροφές και η μαμά του θα μαλώσει με τον οδηγό για να κάνει στάση για εμετό. Θα του κρατάει το μέτωπο και θα του δώσει να πιει νεράκι στο τέλος.

-Τέσσερα…

Όταν φτάσουνε, θα βρούνε μια μεγάλη παραλία -ίσως τον Γλαρόκαμπο. Εκεί θα φτιάξουνε μια καλύβα ινδιάνικη με καλάμια που θα είναι το σπίτι τους. Θα βουτάνε στη θάλασσα κάθε μέρα, το πρωί και το απόγευμα και το βράδυ. Στα διαλλείματα θα ψαρεύουνε μουρμούρες και σπάρους με πετονιά για να έχουν να τρώνε κι αυτός θα ξεκολλά με το σπαθί του πεταλίδες από τα βράχια που είναι ωραίες με λεμονάκι. Η μαμά του θα κλαίει, που και που, γιατί θα θυμάται τον μπαμπά και τη μεγάλη του την αδερφή. Κι αυτός θα την παρηγορεί και θα της λέει «αφού ρε μαμά ήτανε κακός!» Κι αυτή θα τον αποπαίρνει με αυστηρότητα: «Δε σου έχω πει ότι δε λέμε ‘ρε’;».

-Πέντε…

Το χειμώνα που κάνει κρύο και νυχτώνει νωρίς, θα ανάβουνε έναν μικρό φακό κι αυτή θα του μαθαίνει τα γαλλικά που έμαθε από τις καλόγριες στο Καλαμαρί, και που τόσο ντρέπεται να τα μιλά, μην την περάσουν για ξιπασμένη οι συνάδελφοι στο γραφείο. Και θα τα μάθει καλά και θα τα μιλάνε οι δυο τους για να μη καταλαβαίνουν οι άλλοι τι λένε, σα να ήταν μυστική γλώσσα. Και θα περνάει ο καιρός πολύ ωραία. Και θα έχουνε γίνει κατάμαυροι από τον ήλιο, με το σημάδι από το μαγιό να δείχνει τη διαφορά από το πόσο άσχημα ήτανε πριν τα πράματα.

-Έξη…

Μετά θα‘ρθει το καλοκαίρι και θα γεμίσουνε πάλι οι παραλίες με αδειούχους και μικρά παιδιά με μπρατσάκια στα χέρια. Οι γονείς τους τα έχουν βαρεθεί και τα αφήνουν επίτηδες να χαθούν ανάμεσα στις πολλές ομπρέλες, στις πετσέτες και στις ψάθες. Η δικιά του η μαμά τότε θα τα βρίσκει, θα σκουπίζει τα δάκρυα και τις μύξες τους και θα τα φέρνει να ζήσουνε μαζί μας. «Εμπρός λοιπόν, ας το γιορτάσουμε! θα στύψω λεμονάδα και θα φτιάξω τούρτα φράουλα για όλο τον περήφανο λαό των χαμένων παιδιών του Γλαρόκαμπου! Και μεγάλος αρχηγός ο πιτσιρικάς και πατροκτόνος κανακάρης μου!» Και με δάκρυα περηφάνιας στα μάτια θα του πει: «έλα δω να σε φιλήσω καμάρι μου!» Κι αυτός θ' ανταποδώσει τρυφερά: «κι εγώ σ' αγαπώ μαμά μου!»

-Επτά…

Μέχρι που ένα πρωί, κατά τα τέλη του Αυγούστου, θα σταματήσει με θόρυβο στην ακρογιαλιά ένα αμάξι μάρκας Νίσαν και θα κατέβει (τι έκπληξη!) ο μπαμπάς του ζωντανός! Ο-λο-ζώ-ντα-νος! Θα φορά μαγιό και σαγιονάρες, θα έχει μια πετσέτα στον ώμο και θα φωνάζει χαιρέκακα: «ώστε εδώ είστε πουλάκια μου και σας ψάχνω». Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί… γιατί... είναι μικρός ακόμα, και δεν ξέρει να σκοτώνει καλά τους γονείς του. Κι ύστερα, γιατί έχουνε και πολλούς γιατρούς, που είναι εκεί για να τους κάνουν καλά. Η αδερφή του θα είναι καθισμένη στη θέση της συνοδηγού -που κανονικά είναι της μαμάς και της την πήρε. Θα σκύψει και θα βγάλει ένα πολύ-πολύ μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας από το ντουλαπάκι που βάζουνε τα γυαλιά ηλίου, τους χάρτες και τις δραμαμίνες. Και θα το δώσει στον μπαμπά της και θα του πει «μπαμπακούλη μου, νάτος! νάτος ο μικρός! κοίτα εσύ να τον σκοτώσεις καλά γιατί, εκτός των άλλων, ήθελε να πάρει για δικό του και το παλιό μου το ποδήλατο, ο μπάσταρδος, και ‘γώ στο μεταξύ θα τους χαλάσω την καλύβα!»

-Οκτώ…

Και θα πλησιάζει ο μπαμπάς του απειλητικός με το πολύ-πολύ μεγάλο μαχαίρι στο χέρι και ένα μεγάλο χανσαπλάστ στη κοιλιά του λέγοντας «για έλα εδώ μικρέ να σου πω!» Κι ο μικρός τότε θ’ αρχίσει να φωνάζει τη μαμά του, στα γαλλικά, για να μη τους καταλάβει ο αντίπαλος: «Μaman, ma petite maman!» και θα ζητά το σπαθί, «το σπαθάκι του, καλέ», για τη μονομαχία -«Mon épée, ma petite maman!, Mon épée vite ! Oh, ma maman !» Αλλά μάταια… Μάταια, γιατί αυτή ήθελε να του πει από καιρό, αλλά δεν έβρισκε την ευκαιρία. Την φοβερή αλήθεια, ότι δεν τον αγαπάει πια! Θα του γελάσει τότε στα μούτρα και θα του ‘πει με τραγουδιστή φωνή: «Oh, mon petit choux ! Là-maintenant, tu saigneras… tu saigneras à mοοοοort, mon petit! Μon petit choux, tu crèveras pour de bon …» Κι έτσι θα γίνει ακριβώς. Τι άνιση μάχη! Και τι προδοσία!

-Εννιά…

Κι ύστερα θα μπούνε στ΄ αμάξι οι τρεις τους -μαμά, μπαμπάς και αδερφή- και θα φύγουνε να φάνε ψαράκια στο Μάλτεπε και θα βάλουνε και μουσική και θα τραγουδάνε στο δρόμο τραγούδια του Γιάννη Πάριου. Κι αυτός θα μείνει μόνος του. Μόνος, καλά σκοτωμένος στην άμμο. Με μια μεγάλη τρύπα να χάσκει στην κοιλιά και τους γλάρους να τον τρώνε κομματάκι-κυματάκι. Γιατί όσο ζούσε o κακομαθημένος, κάθε πρωί, ρουφούσε κι από ένα αβγό απ’ τις φωλιές τους και δεν είχανε πια γλαρόπουλα. Κι ήταν πολύ καλά θυμωμένοι μαζί του και αυτοί. Και πολύ μόνοι, επίσης.

Κι ένα πλαστικό σπαθί του Ζορρό χωμένο στην άμμο, να θυμήζει τα λάθη του.

-Δέκα… κι έρχομαι να σου δείξω εγώ…

* *

Να μια ωραία παιδική ιστορία για να πλαντάξεις στο κλάμα. Δέκα δευτερόλεπτα κακές σκέψεις στη κουζίνα και μια ζωή-φρίκη παντού. Για να καταφέρεις να συγκινήσεις κάπως, μπας και σώσεις τα παιδικά σου δοντάκια από τη σφαλιάρα που έρχεται. Κι ενώ ο τρόμος σε έχει καταλάβει για τα καλά και τα δάκρυα που διαθλούν το βλέμμα σου σε εμποδίζουν να δεις τα μελλούμενα, κάποιος που κατά βάθος ξέρει πόσο ακριβά σου κοστίζει και τώρα και για πάντα η προδοσία του, έρχεται σιγά-σιγά προς το μέρος σου. Μη! Μη κάνεις να φύγεις! Θέλει να σε πάρει αγκαλιά! Να σε ξαπλώσει στα γόνατα του στον εμπριμέ καναπέ του σαλονιού, και να σε κλάψει. Σε μια αυθεντική σκηνή πάθους. Μία «πιετά» με τα όλα της, με την «μάτερ ντολορόζα» να βαστά στην αγκαλιά της το κορμί του άδικα σκοτωμένου παιδιού της σε μιαν ακρογιαλιά της Χαλκιδικής. Στα ψέματα, βέβαια… Στα ψέματα και για παιχνίδι.

* * *

- Εντάξει… εντάξει… μη κλαις λαχανάκι μου… μη κλαίς άλλο. Θα στο δώσω το σπαθί σου. Κρυφά από όλους. Θα είναι όμως μυστικό δικό μας. Τα βράδια θα μου το δίνεις να το κρύβω, μην καταλάβουν οι άλλοι και σου πάρουν τα όπλα σου. Και θα μου δώσεις το λόγο σου να μη σκοτώσεις πια κανέναν με αυτό. Όχι άλλα αίματα. Εντάξει; Όχι άλλα αίματα. Μη κλαις τώρα άλλο… Φτάνει… Φτάνει τώρα λαχανάκι μου…

- Πέστο το στα γαλλικά μαμά! Πέστο μου στα γαλλικά! Μόνο για μένα…

- Ποιο; Το «λαχανάκι μου»; - Ορίστε και στα γαλλικά: « Mon petit choux mon tout petit choux »


* *

*


Paris 21/XII/'10

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2011

2.Τα δένδρα της πόλης: Μια μπουνιά στη μύτη

Στην αρχή ήταν κατά λάθος. Από ατύχημα. Πριν είκοσι χρόνια, μια φιλική μπουνιά που κατέληξε κάπως άγαρμπα στη μύτη. Παίζανε ένα παιχνίδι δικό τους τότε στη παρέα που το λέγανε «γαμώ τη μάνα σου». Εκεί που όλα ήταν ωραία και καλά, κάποιος ξεκινούσε και την έπεφτε στον πιο κακομοίρη της στιγμής, με ψεύτικη οργή και στο άσχετο, φωνάζοντας «τι είπες για τη μάνα μου ρε;». Όλοι οι άλλοι τότε αμέσως μπαίνανε στο νόημα κι αρχίζανε τάχα να ρωτούν κι αυτοί απορημένοι «τι είπε για τη μάνα του;» και «τι είπε για τη μάνα του;», μέχρι που στο τέλος, κάποιος τσογλαναράς έπαιρνε πρωτοβουλία και ανακοίνωνε μες στην τρελή χαρά: «εγώ τον άκουσα που είπε ότι σου γαμεί τη μάνα». «Τη μάνα μου ρε;» αναρωτιόταν ο και ντεμέκ θιγμένος φωναχτά και το γενικευμένο ξύλο άρχιζε, στο φιλικό πάντα, με όλους ανεξαιρέτως να ισχυρίζονται ότι σώνει και καλά τους γαμούσανε τη μάνα.

Σε μια τέτοια παρτίδα «γαμώ τη μάνα σου», λοιπόν, στο άγαλμα του Καρατάσου, Δεκέμβρη και με χιόνια την έφαγε στη μύτη την συναδελφική την άγαρμπη. Τον πήραν τα αίματα, έχασε για λίγο το φώς του, πόνεσε, φώναξε, σιχτίρισε και, το πιο περίεργο, με τη μύτη στα αίματα όλα άρχισαν να του μυρίζουν θάλασσα, πρόδρομο ίσως σημάδι μπελάδων που θα τον ακολουθούσαν για χρόνια. Χοντρές στάλες αίμα πέφτανε στο χιόνι και το λιώνανε κόκκινο, ενώ ο άγαρμπος και λοιπά φιλαράκια, παίζανε τώρα τους καλούς Σαμαρείτες με χαρτομάντιλα στα χέρια και τσακώνονταν για το πού να γύρει το κεφάλι του το θύμα (μπρος ή πίσω;), μπας και σταματούσε η ρινορραγία. Σε λίγο έχασε κι όλους τους ήχους από τριγύρω εκτός από αυτόν της θάλασσας που μύριζε στο μυαλού του. Μόνο τον φλοίσβο κάποιων κυμάτων άκουγε να χτυπούν στα ιγμόρεια κι από ‘κει και μέσα απ΄ τα κόκαλα του κρανίου, να καταλήγουν στ’ αυτιά του.

Κάποια στιγμή, σαν να μην άντεχε άλλο το τσίρκο που ‘χαν στήσει γύρω του τα αδίστακτα φιλαράκια , τους μέριασε με μια κίνηση του χεριού και βγήκε δυο βήματα, παραπατώντας μπροστά τους. Σαν κάτι να χε δει και σιγά-σιγά άρχισε να γονατίζει στο χιόνι και με το αίμα να τρέχει ακόμα. Ακολουθώντας τις στάλες στη τροχιά τους έσκυψε το κεφάλι του αργά, μέχρι μια πιθαμή από τις κόκκινες νιφάδες. Κάτι πρέπει να πήγε στραβά στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή, γιατί το μόνο που βρήκε να πει ο κόπανος, ξεκολλώντας με δυσκολία το ‘να χείλι απ΄ τ’ άλλο, ήταν η λέξη «γρεναδίνη». Δηλαδή σιρόπι από ρόδια. Κόκκινο, φανταχτερό, πηκτό σιρόπι σαν φρέσκο αίμα, καθαρό. Ποιος ξέρει τι άλλο να θυμήθηκε και πώς του ήρθε, πάντως αυτό βρήκε να πει: «Γρεναδίνη»!

*

Καιρό μετά μου έλεγε, ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή κάτι περίεργο έπαιξε: «γρεναδίνη-αίμα-χιόνια», εικόνα, λέξεις και σκέψεις μαζί, ήρθαν και σαν σβόλιασαν στο μυαλό του αφήνοντας ένα χνάρι που αν και το βλέπει στο κεφάλι δεν μπορεί να το περιγράψει με τίποτα. Ούτε καν να το ζωγραφίσει. Αλλά είναι εκεί πάντα. Και μπορεί να το δει όποτε θέλει. Το πιο θαυμαστό όμως , έλεγε πάλι, είναι το ότι με το που ήρθαν και κόλλησαν αυτά στο νου του, εκεί που ήταν μέσα στα αίματα και τα μούτρα στα χιόνια, άρχισε να νιώθει το κορμί του να παγώνει από μέσα και ήταν σα να γέμιζε κρύσταλλα παντού και ψυκτικό υγρό στις φλέβες. Δεν κρύωνε όμως. Απλά ήταν σα να ‘χε παγώσει το σύμπαν μέσα του με τη μία κι ένιωθε να ‘χει βαρύνει πολύ και κάθε μόριο του κορμιού του να έχει γίνει σα διάφανο ορυκτό που ζύγιζε τόνους. Είχε βρεθεί, στα ξαφνικά, να ‘ναι αναίσθητος στον πόνο και στην κάθε εξωτερική επαφή, και με τον ήχο και τη μυρωδιά της θάλασσας να έχουν κι αυτά το ίδιο ξαφνικά χαθεί. Κι εκεί που λέγανε να τον πάνε στο «Κεντρικό» που ήταν στα πενήντα μέτρα να τον δούνε οι γιατροί, νάσου να σηκώνεται σένιος και άνετος -με κάποιο ζόρι , είναι αλήθεια, λόγω που τα κρύσταλλα μέσα του ήταν βαριά - να τινάζει το χιόνι από τα γόνατα, και ούτε αιμορραγία, ούτε πόνος, ούτε τίποτα .

Σίγουρα δεν είναι οι λέξεις μαγικές και κάποια εξήγηση που στέκει με τη λογική θα υπάρχει –αυθυποβολή, ίσως και οι συνέπειες καμιάς αφρόντιστης διάσειση. Είναι όμως μεγάλο πράμα να μπορείς να παγώνεις το κορμί σου όποτε θέλεις κάνοντας το στη στιγμή ένα αναίσθητο, κρυστάλλινο τομάρι. Με μια σκέψη, μιαν εικόνα, τρεις «ό,τι-να-ναι» λέξεις να γίνεσαι υπεράνθρωπος που δεν καταλαβαίνει τίποτα και δε φοβάται την επαφή και τον πόνο. Ικανός να σταματήσεις αιμορραγίες και ν’ ανακουφίσεις τις πληγές σου. Και δεν μιλάω μόνο για τις φάσεις όπου παίζει ξύλο και τσαμπουκάδες και ορμάς στο χαμό ασκεπτί γιατί ξέρεις ότι δεν θα καταλάβεις τίποτα, όσες κι αν μαζέψεις.

Για παράδειγμα, λίγο καιρό μετά, είναι κατά το Πάσχα, κι είμαστε αραχτοί με άλλους συμμαθητές στα πεζούλια της Γούναρη. Μια πουτάνα μέλισσα πάει και τσιμπά την Ελένη στο στήθος ακριβώς. Ε λοιπόν, αυτός ήταν που έβγαλε με το τσιμπιδάκι το κεντρί και όχι ο καραγκιόζης ο φαρμακοποιός που εντυπωσιασμένος από τέτοιες δεκαεξάχρονες βυζάρες, έτρεμε σαν να χτυπά φραπέ κάθε φορά που ‘κανε να την αγγίξει. Και ήτανε και λεπτοδουλειά, όχι μαλακίες… «Δεν κατάλαβα τίποτα» του είπε αφού της έβαλε και την αλοιφή. «Ούτε κι εγώ», ανταπάντησε κι ο άλλος, που είχε αρχίσει να μαθαίνει φαίνεται, ότι καλά τα χάδια, καλά και τα χαστούκια και τα λοιπά παθιασμένα εργόχειρα, αλλά αν είναι ν’ ακουμπάς ξένα τραύματα καλύτερα νά 'χεις τα χέρια αναίσθητα και παγωμένα από μέσα, σαν τα δικά του.

* *

«Να πας για τα παυσίπονα και το κολάρο αύριο πρωί-πρωί» της είπε καθώς την άφηνε στη διασταύρωση πάνω από την Ροτόντα. Θέλησε να κάνει και μια κίνηση να χαιρετήσει, αλλά νιώθοντας τη δόνηση του κινητού στη τσέπη -σημάδι ότι είχε αρχίσει να ανακτά τις αισθήσεις μέσα του- έχασε πολύτιμο χρόνο και η άλλη είχε ήδη γυρίσει τη πλάτη. «Μοναστηρίου 8», έλεγε το μήνυμα και είχε πάει και 2 τη νύχτα. Του ‘λειπε και ύπνος, αλλά τουλάχιστον θα μπορούσε να φορτωθεί στον Γιατρό, ίσως και για όλες τις υπόλοιπες μέρες. Βέβαια, καλά θα ήταν να έσκαγε τώρα και με τις παρτιτούρες που του 'χε παραγγείλει, αλλά ήταν στα μπαγάζια του που τα ‘χε αφήσει στο πατρικό. Κι ύστερα αύριο ήταν Σάββατο και θα ‘χαν μια χαρά χρόνο και γι’ αυτά.

Στάθηκε παραδίπλα από την Καμάρα και σταμάτησε ταξί. «Μοναστηρίου, στην αρχή της, παρακαλώ» έδωσε γραμμή στον ταξιτζή και άραξε την πλάτη χαλαρός στο πίσω κάθισμα καθώς τον εγκατέλειπαν το κρύο και τα κρύσταλλα από μέσα του. Έσφιξε τις χούφτες του να μπουν τα νύχια στις παλάμες για να σιγουρευτεί πάλι ότι νιώθει ξανά κι έκλεισε τα μάτια, καθώς τ’ αμάξι γκάζωνε να προλάβει τα φανάρια της Εγνατίας. Η επιτάχυνση έριξε το κεφάλι του προς τα πίσω και μια θαλασσινή μυρωδιά του ήρθε στα ρουθούνια. Ήχοι από κύματα μικρά, σαν αυτά που σκάν στις αμμουδιές τα καλοκαιριάτικα βράδια, άρχισαν να διαπερνούν το κρανίο του. Προσπάθησε να θυμηθεί από πού έρχονταν οι ήχοι και οι οσμές, αλλά είχε αρχίσει να του βγαίνει η κούραση. Δευτερόλεπτα αργότερα, ό ήχος από το σι-μπί τον έφερε αντιμέτωπο με το έντρομο βλέμμα του ταξιτζή στον καθρέφτη: «Φιλαράκι, ρε συ , τρέχει αίμα η μύτη σου!».

* *

*

Paris 18/XII/10

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

1.Τα δένδρα της πόλης: Εισαγωγή της Αναλήψεως το ΄79 - ή μήπως το ’80;

Είναι μια ιστορία σ’ έναν μικρό κήπο. Σ’ ένα δρόμο μικρούτσικο, στο κέντρο. Στον ακάλυπτο μιας ρημαγμένης παλιάς οικοδομής, τέσσερα πατώματα. Ο κήπος είναι στρωμένος τούφες-αγριάδα και διαβολόχορτα. Δεν τον βλέπει ήλιος, παρά μόνο καλοκαίρια, όταν χτυπά στη τζαμαρία απέναντι. Μα έχει φως. Πως δεν έχει. Δεν είναι σκοτεινά. Και δροσιά έχει. Και τοίχους καταπράσινους με βρύα που φυτρώνουν στην υγρασία των γύψων απ’ τις βροχές και τις φασίνες κι ας είναι πια σχεδόν καλοκαίρι. Είναι ένας μικρός κήπος και γύρω-γύρω ψηλές οικοδομές με τους σοβάδες, έτοιμους να πέσουν. Και ρωγμές, πολλές ρωγμές ακόμη, παντού. Έχει και φωνές άγριες απ’ έξω. Κάποιοι βρίζουνε στον μικρό δρόμο. «Πού ‘σαι ρε πούστη να σε σκίσω», να σε κάνω να σε δείξω, «γαμώ τη μάνα σου», μπλα-μπλα, «το μουνί της», μπλα κι άλλα τέτοια, διάφορα. Στον μικρό δρόμο, δέκα νούμερα όλα κι όλα, έχει μύρια πράγματα να γράψεις, αλλά τώρα κοιτάμε το ένα: το πράσινο φώς της μέρας να βγαίνει απ’ τα χρωματιστά τζαμάκια μιας σιδερένιας πόρτας στο βάθος της εισόδου, δίπλα στο κλιμακοστάσιο του αριθμού 6. Πράσινο φώς που δεν φαίνεται τώρα, γιατί πάει και κολλά όλο στο πράσινο ρούχο του ιδρωμένου χωροφύλακα που βρίζει κι αυτός λαχανιασμένος με το πηλίκιο στο ένα χέρι και το άλλο π΄ ακουμπά ολόκληρο σ΄ένα παρκαρισμένο Ντάτσια.

Η πόρτα είναι μισάνοιχτη πάντα και μια κοτρώνα πιο κει να την κρατάει. Από πίσω ο κήπος. Αριστερά, μια σκαλωσιά πανύψηλη, ντυμένη όλη καφετιά λινάτσα. Σκιές μαστόρων σοβαντίζουνε έναν γκρίζο τοίχο της διπλανής οικοδομής εδώ και βδομάδες. Όχι σήμερα όμως, που είναι γιορτή-μεγάλη και αργία. Δεξιά, στενά μπαλκόνια φορτωμένα άσχημα πράματα: σκούπες, σκάφες, παιδικά ποδήλατα, ρωγμές και μπουγάδες. Θόρυβος ξαφνικός από κλαδιά και φύλα –ίσως ένα αεράκι. Μια μπαλκονόπορτα μισάνοιχτη στον δεύτερο κι από μέσα ραδιόφωνο με την εκπομπή της «Κολούμπια παρουσιάζει» και κουβέντες που δεν φτάνουν καθαρές στο αυτί. Ένα μικρό κορίτσι κυλιέται στα χόρτα. Γελάει και σέρνεται κατά το δένδρο. Έχει μια κερασιά ο κήπος αυτός από πάντα. Από παλιά. Και πριν τις αντιπαροχές και πριν ακόμη τη φωτιά του ‘17. Εδώ ήταν η «περίκαυστος», ακριβώς. Τσάφ, στο όριο και τα υπόλοιπα, στάχτες..

Το κορίτσι σέρνεται σαν ξανθό σκουλήκι αρπάζοντας με τις χούφτες τα χορτάρια. Σέρνει τα πόδια του σα να ΄ναι ξένα, «το-καημένο-μωρέ», αλλά και, καρ-καρ-καρ-καρ, το σκασμένο, γελά ασταμάτητα. Φτάνει μπροστά στα πόδια ενός άνδρα που τρέμει ακόμα αέρινος. Δίνει μια με φόρα -χοπ- κι αρπάζεται γερά απ’ τα μπατζάκια του. Με δύναμη. Έι-οπ! Με δύναμη! Έι-οπ! Με δύναμη. Πάνω κάτω πηγαίνει ο αέρινος άνδρας. Κουνιούνται τα κλαδιά, κουνιούνται και με σαματά τα φύλα. «Που σαι ρε πούστη» να φωνάζει κι ο μπάτσος απ’ έξω στο δρόμο -το βιολί του αυτός- χαστουκίζοντας από την τσαντίλα το καπό του Ντάτσια και με το πράσινο φώς ακόμη κρατούμενο στο ασορτί ρούχο. Κι ο σαματάς να σηκώνεται. Και ξανά-μανά κουβέντες και ραδιόφωνο από τον δεύτερο. Ώσπου στο τέλος, να! Να που πιάνει το κόλπο της μικρής και να που πέφτουν, επιτέλους, μυστήρια φρούτα από τον ουρανό και τα κλωνάρια. Και «ξανά… ξανά, ξανά!» Και δώστου: και πάνω-κάτω ο άνδρας και τα κλαδιά και τα φύλα. Και πάνω-κάτω με δύναμη. Έι-οπ! Έι-οπ! Και το κορίτσι που σκούζει με τρελή χαρά: «Κεράσια! Κεράσια!» Και μες στο σαματά και τη βροχή-κόκκινα φρούτα και μπουμπουνητά-θροΐσματα, να και μια φωνή, στα ξαφνικά, να τσιρίζει μέσα από χαλαρά μάγουλα χτυπημένα με απόγνωση:

«Αχ! Παναγιά μου! Τον άνθρωπο! Τον άνθρωπο καλέ! Πάει!» και «Πάει!» και «Γιοκ-γιοκ-γιοκ!» Που για όσους δεν ξέρουν, είναι λέξη τούρκικη που την λέμε κι εμείς καμιά φορά, σχίζοντας την ίδια στιγμή με την παλάμη τον αέρα. Λέξη που ανάμεσα σε άλλα πολλά, μπορεί να σημάνει και «τέλος».

*

Αυτά λοιπόν για αρχή και πάμε λίγο πάλι:

Είναι αυτή, λοιπόν, ιστορία σε έναν μικρό κήπο. Ιστορία για κορίτσια κι οπωροφόρα δένδρα της πόλης. Στο λέω να το ‘χεις στο νου σου γιατί θα γράφει κι άλλα διάφορα παρακάτω και κάπως μπερδεμένα, οπότε σε παρακαλώ να προσέχεις! Μη χάσεις τη σειρά και δεν καταλάβεις τίποτα στο τέλος. Κι είναι ιστορία και για άλλα πολλά ακόμη: ιστορία για ντροπή, ιστορία για στεναχώρια, ιστορία για τη μοναξιά καποιανού που κυνηγάνε. Ιστορία για ταλαιπωρημένες ραχοκοκαλιές και αρχαίες κολόνες. Ιστορία για περίεργες διαγνώσεις και αγίους που γουστάρουνε μαρτύρια και, στο καπάκι, ιστορία πού ΄χει και μουσική και λίγα ακόρντα-δώρο, παιγμένα κατά περίπτωση σ’ ένα πιάνο με ουρά ή μια μεθυσμένη κοπέλα. Αλλά κι άλλα πολλά, που όλα τους μπορούν να προκαλούν και κάποιο πόνο, οπότε και χρήζουν προσοχής και συστηματικής παρακολούθησης, χωρίς να ΄ναι και του θανατά, ωστόσο. Σαν τιμημένα ξίφη οκτάχρονων Ζορρό που όσο και να σφάξουν, ξέρεις κάπου και καλά στο φινάλε, ότι δε θά κοβαν στ’ αλήθεια, ούτε καν κι αυτή την ψολή του πεθαμένου του παππού σου.

* *

*

Salonique, 10/XII/10

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

0. Τα δένδρα της πόλης: Παράθεμα







" Jean Rombaud was so taken by Anne that he was shaken. Rombaud found it so difficult to proceed with the execution that in order to distract her and for her to position her head correctly, he may have shouted, "Where is my sword?" just before killing her". Fraser, A. (1994) The Wives of Henry VIII. New York: Vintage Books.

* *

*